Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2014

Είχα πάει λαϊκή

Τα ψώνια στη λαϊκή είναι μια ιεροτελεστία. Να βρεις την πιο βολική διαδρομή για το καρότσι, να προσέχεις να μη ζουληχτούν στον πάτο του οι ντομάτες και άλλα ευπαθή προσόντα, να ακούς τους απολαυστικούς διαλόγους μεταξύ των παραγωγών και το θηλυκό γονιό να τα ψάλλει στο ναρίτη άβερελ (με πολιτικό υπόβαθρο) για αυτά που διάλεξε κι έφερε. Να βρεις τα στέκια με τους γνωστούς σου πωλητές που τους ακολουθείς πιστά σα γκρούπι, να παζαρεύεις για το έθιμο και την ευχαρίστηση –κι όχι από τσιγγουνιά- να λιμπίζεσαι κάτι μπλουζάκια CCCP και κάτι φτηνά ρούχα στους πάγκους με τα χύμα και να παλεύεις με τις αναστολές σου: άραγε θα είσαι τσιπης αν το πάρεις, ή μήπως σνομπ, καλομαθημένο (με φίρμες) ψώνιο, εάν δεν..;

Να κλείνεις τη μύτη στην μπόχα της ψαραγοράς (μα πώς αντέχουν αλήθεια αυτοί οι άνθρωποι;) γιατί τα ψάρια είναι ευτυχισμένα μόνο μες στη θάλασσα κι όταν δεν είναι στο δείχνουν· και παρακάτω στις μυρωδιές της καντίνας, για να μην υποκύψεις στον πειρασμό (μα πώς να αντέξεις να μην πάρεις κάτι;) Να κλείνεις τα μάτια στο χούι να σου βάζουνε κάθε φορά στη σακούλα δυο-τρία φρούτα παραπάνω, για να στρογγυλέψει το ποσό. Και να σου κλείνουν το δρόμο δυο θείτσες που συναντήθηκαν με τα καρότσια τους κι ο κόσμος σταματάει γύρω τους και δε θέλει να περάσει από εκείνο το σημείο όπου συναντήθηκαν.

Να είσαι μαθητής στα λύκεια της τούμπας, να σου παίρνουν το μυαλό οι μυρωδιές κι οι φωνές και να θες να φωνάξεις με τη σειρά σου: σώπα δάσκαλε, σώπα να ακούσουμε το λαϊκατζή! Και στην παλιά απογευματινή βάρδια να βλέπεις το σχόλασμα της λαϊκής τις τετάρτες, και να εύχεσαι να έχει κάνα αγώνα κυπέλλου ή ευρωπαϊκό, να πλακώσουν από νωρίς οι κάφροι και να ουρλιάζουν: άσε μωρή τα παιδιά να δουν τον παοοοοκ! Αυτά όμως τα πρόλαβαν οι παλιότερες γενιές. Κι εμείς οι μικρότεροι τα ακούγαμε σαν ιστορίες, για να τρώμε όλο το φαγητό μας.

Κι άλλοι σφοι μπορεί να έχουν να σου πουν άλλες δικές τους ιστορίες, για λαϊκές μικρές σα στρουμφοχωριά (πχ αυτή στις 40 εκκλησιές) κι άλλες, τεράστιες μεγαλουπόλεις όπου χάνεσαι στο πλήθος (τούμπα, κανάρη). Ή εναλλακτικές κωμοπόλεις, σαν τη λαϊκή της καλλιδρομίου στα εξάρχεια, με τις μεσημεριανές (πρωινές δηλ για τα δεδομένα της περιοχής) εξορμήσεις με υλικό που καταλήγουν ηρωικά στις «μουριές» για την ξεκούραση του πολεμιστή. Και τα χανιά, όπου συναντάς το σύντροφο από την κοβ μεσκλών, που –είχαμε δει σε μια προηγούμενη ανάρτηση για την κρήτη, και- φτιάχνει στον πάγκο του μια μικρή διαδήλωση με αυτοσχέδια πλακάτ, σαν εκείνο το επεισόδιο  (και το επόμενο) της φρουτοπίας με την πολιτική ομιλία του αιμίλιου του μήλου και τους διαδηλωτές να φωνάζουν στο αντιιμπεριαλιστικό κλίμα της εποχής: άνθρωποι-ψυγεία, η ίδια συμμορία.



Αν και η κορυφαία, κατά τη γνώμη μου, ήταν η λαϊκή στο κέντρο, γύρω από τη ροτόντα, που τώρα σταμάτησε, για να μην προκαλεί μάλλον κυκλοφοριακή συμφόρηση στους γύρω δρόμους, αυτό το υπέροχο, πολύχρωμο χάος που διοργανωνόταν κάθε τετάρτη στην αρμενοπούλου και τα πέριξ.

Γιατί η λαϊκή είναι οι χαμένες μυρωδιές και τα χρώματα ενός άχρωμου και άοσμου κόσμου, που βρωμάει καυσαέριο. Ένα πανηγύρι φυλών και λαών που εκθέτουν την κουλτούρα τους, κατά κάποιον τρόπο, μαζί με την πραμάτειά τους. Λαϊκό φροντιστήριο με μοναδικές, αυθόρμητες στιχομυθίες και πληρωμένες απαντήσεις, που αφήνουν πολλά έτη φωτός πίσω το κυνήγι της ατάκας και τη δηθενιά στο τουίτερ. Ερασιτέχνες ντελάληδες και αυτοσχέδια τραγουδάκια, σα διαφημιστικά τζιγκλάκια, σαν κομμάτι του ανθρώπινου πολιτισμικού πλούτου, που όσο πάει, τυποποιείται και χάνεται. Και μέσα σε όλα, η αυθεντική εξαθλίωση αφιλτράριστη, χωρίς φτιασίδια, με τους ρακοσυλλέκτες των απομειναριών και τις σακούλες του ενός ευρώ με το σκάρτο εμπόρευμα –τώρα θα υπάρχουν και στα εκπολιτισμένα σούπερ μάρκετ- όπως έκανε δηλ κι ο κοεμτζής αν δεν απατώμαι, στα τελευταία χρόνια της ζωής του.
Μια εβδομαδιαία συνάθροιση ερασιτεχνών εμπόρων (όχι απαραίτητα αθώων) σε μια αγορά, που είναι τέτοια κυρίως με την αρχαία της έννοια, της εκκλησίας του δήμου, και παρεμπιπτόντως ή δευτερευόντως από εμπορική άποψη.

Και έχει μια σειρά πολιτικές προεκτάσεις.
Τις προεκλογικές υποσχέσεις (έξοδος από το μνημόνιο, επαναφορά μισθών) σαν τις καλές φράουλες στην επιφάνεια, που σκεπάζουν τις σάπιες στον πάτο του κεσέ και τον άμεσο συνειρμό με τους ιππείς του αριστοφάνη, όπου ο μόνος τρόπος για να πέσει (να φύγουνεεε..!) ο κεκράκτης κλέωνας είναι να βρεθεί ένα ακόμα πιο άθλιο και βρωμερό υποκείμενο, όπως ο αλλαντοπώλης αγοράκριτος, ο οποίος βασικά θα συνέχιζε να κάνει ό, τι απαιτούσε και το επάγγελμά του: να τυλίγει τις βρωμιές με μπόλικα μπαχαρικά για να μη φαίνονται και να τις σερβίρει ωραία στον κόσμο, που θα του λέει κι ευχαριστώ.

Τους μικροπαραγωγούς, που τρέχουν αξημέρωτα να πουλήσουν τη σοδειά τους, χωρίς μεσάζοντες, αλλά με το ζόρι βγάζουν τα προς το ζην (κι αυτό ανεξάρτητα από την πατάτα της πρώτης ανακοίνωσης για το –έλεος- «κίνημα της πατάτας»). Και για τη μοναδική προοπτική του αγροτικού συνεταιρισμού σε ένα άλλο κοινωνικό πλαίσιο, που υπάρχει για τους φτωχομεσαίους αγρότες ως εναλλακτική στον (αργό στην καλύτερη) αφανισμό τους από τη συγκέντρωση γης σε λίγα χέρια.

Και το βαθιά λαϊκό χαρακτήρα της (το λέει και το όνομά της) λαϊκής αγοράς, που προσιδιάζει άριστα σε ένα κόμμα που μπορεί να μην έχει καμία σχέση με το λαϊκό κόμμα του τσαλδάρη (και τους πολιτικούς του απογόνους, που το χειροκροτούν ενίοτε υστερόβουλα και εκ του πονηρού για τους δικούς τους σκοπούς), αλλά έχει φτιάξει τα λαϊκά μέτωπα (που δεν ‘ξεγέλασαν’ κανένα, πάλι το αστικό κράτος μας κυνηγούσε ανελέητα και μας έσφαζε) κι είχε κατά καιρούς αναφορές σχεδόν σε καθετί λαϊκό, από την (εργατική-) λαϊκή εξουσία-οικονομία, ως τη λαϊκή συμμαχία του 19ου και τη λαϊκή συσπείρωση (τη θρυλική λασυ) στις εκλογές της τοπικής διοίκησης. Ή το λαϊκό στρώμα (που συνεχίζει να κοροϊδεύει προκλητικά την κοινωνία και δε θα γράψει ποτέ τίποτα) και το σοσιαλισμό με αγορά επί περεστρόικα, που ήταν μια χοντροκομμένη μεταφορά της λαϊκής αγοράς ως όρου στο πεδίο της πολιτικής οικονομίας.


Σε κάθε περίπτωση, θα ήταν στοίχημα για κάθε σφο να αποκτήσει την τριβή, την τακτική ευελιξία, την ικανότητα στο μαζικό άνοιγμα και την οικειότητα στην επαφή με τις μάζες, που έχει ο μέσος λαϊκατζής. Γιατί η λαϊκή κι η επαφή με το λαϊκό κόσμο, με όσα στραβά και κουσούρια κι αν κουβαλάει, είναι πάντα το μεγαλύτερο σχολείο..

Δεν υπάρχουν σχόλια: