Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2014

Εις μνήμη Χάρρυ Κλυνν

Μπορεί ο Πανούσης να είναι στην επικαιρότητα τις τελευταίες μέρες, αλλά εμένα η δική μου αδυναμία βάση γούστου, πολιτικού κριτηρίου, παιδικών βιωμάτων και όχι μόνο, είναι άλλη: ο βασίλης τριανταφυλλίδης ή αλλιώς χάρρυ κλυνν. Που όχι δεν πέθανε, τουλάχιστον βιολογικά, γιατί καλλιτεχνικά παρέδωσε πνεύμα κάπου κοντά στις ανατροπές (και ο πανούσης νομίζω σταμάτησε από το 93’ τη δισκογραφία) δίνοντας δικαίωμα σε κάτι νεοταξίτες σαν τον καρπετόπουλου να ρωτάνε ειρωνικά: από πότε έχει να πει κάτι αστείο ο χάρρυ κλυνν; Μα αφού είπαμε, από το 91’ με τις ανατροπές και το δίσκο «γρανίτα από τζατζίκι», που είχε και το τραγούδι με την αλέκα (μάο-μάο).

Κάπου στα μέσα της δεκαετίας με τις βάτες λοιπόν, είχε βγει η ταινία «εις μνήμη χάρρυ κλυνν», που θυμίζει ως ιδέα το βιβλίο ενός άλλου βασίλη το ‘μνημόσυνο σε έναν ημιτελή θάνατο’ του ραφαηλίδη. Έτσι η κε του μπλοκ παίρνει την ευκαιρία να γράψει δυο λόγια, ως ημιτελές μνημόσυνο για έναν προ πολλού επελθόντα καλλιτεχνικό θάνατο και δύο ταινίες-μικρά αριστουργήματα, κατά τη γνώμη μου, που άφησε πίσω του ο χάρρυ κλυνν.

Το αλαλούμ έρχεται στις αρχές της δεκαετίας, στα πρόθυρα της αλλαγής κι αποτελείται από τρία μέρη, που παρωδούν πτυχές του ελληνικού κινηματογράφου της εποχής. Το πρώτο μέρος είναι μια σπαρταριστή σάτιρα των αστυνομικών ταινιών με πρωταγωνιστές τρομερούς ντετέκτιβ-επιθεωρητές τύπου μπέκα: «διακόπτης, αλτάνες, ραγού, ξέρω πως όλο το μυστήριο κρύβεται σε μια λέξη: -βα-ζε-λί-νη… Ας το πιστέψω». Το δεύτερο μέρος παρωδεί τις κουλτουριάρικες, ντεμέκ ψαγμένες ταινίες και μας δίνει ένα μοναδικό, διαχρονικό χαρακτήρα μικροαστού διανοούμενου, σαν τον (με λένε) αρτέμη (πω-πω νόημα). Όλα αυτά όμως δεν είναι παρά μόνο το ορεκτικό, ώσπου να φτάσει κανείς στο τρίτο μέρος και την παρωδία της γκόλφως, την κορυφαία σατιρική ματιά στην εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας, που έχω υπόψη.


 Ο χαρακτήρας του χαράλαμπου τραμπάκουλα –που ως γνωστόν, έβοσκε πρόβατα εδώ παραδίπλα- είναι μια κατηγορία από μόνος του. Αφομοιώνει γρήγορα το κατεβατό του ινστρούχτορα από την πόλη (ε βέβαια ρε παιδάκι μου, τώρα που μου το εξήγησες, όλα στουπόγαλο το κατάλαβα, το συμφέρον μας δε θέλουμε;) και το αναπαράγει εκλαϊκευτικά στις μάζες, ως εκεί που το θυμάται (και μετά πήγε και έπεσε στον γκρεμό και καλά κρασιά). Κατανοεί την ανάγκη ύπαρξης κομματικής οργάνωσης και στο λέτσοβο (εμείς θα τη φτιάξουμε την οργάνωση, χαμένε, α χαμένε) και βολιδοσκοπεί σχετικά τον πασόκο τασούλη, στο πλαίσιο του αθροίσματος των δημοκρατικών δυνάμεων. Επιβεβαιώνει με κάποια σχετική ταλάντευση ότι δεν υπάρχει κανείς α-να-θε-ω-ρη-τής (είχαμε ένα, τελείωσε, προχτές τον πήρανε). Βάφει με κόκκινη μπογιά το κοπάδι του και το φωτογραφίζει (χρις, κλιτς-κλικ) μες στη σημειολογία. Ανάβει κεράκι στο εικονοστάσι με το βλαδίμηρο και συνεχίζει ως την τελική νίκη της πάλης των τάξεων που μένει ιστορικά αδικαίωτη.


Η ταινία αποδίδει εκπληκτικά την αμήχανη, απότομη και εν μέρει κιτς προσαρμογή της κατά βάση επαρχιώτικης ελλάδας (συνομοσπονδία ελληνικών χωριών ονομάζει την αθήνα ο ραφαηλίδης· και η διασημότερη σαλάτα μας δεν είναι τυχαία η χωριάτικη) στα σύγχρονα, δυτικά πρότυπα. Ο τζέι αρ (jr) τσαπανάρας, κάτι απροσδιόριστο μεταξύ τσολιά και καουμπόη (δηλ αμερικανοτσολιά), κολλάει σαλιωμένα χαρτονομίσματα στο τζουκ μποξ και χορεύει με καυτά εξάσφαιρα και φιγούρες τσάμικου το ρα-ρα-ράσπουτιν των boney m.


Οι μπαρμπάδες στα καφενεία παραγγέλνουν «τα συνηθισμένα παιδί μου: σκατς ον δε ροκς. –Κι εγώ ένα καμπάρι» και τα μαγαζιά της πλατείας αλλάζουν τις πινακίδες και τα ελληνικά τους ονόματα. Κατακαημένο λέτσοβο τι σου ‘μελλε να πάθεις. Κι οι χωριανοί σταυροκοπιούνται μπροστά στο τηλεχειριστήριο με τα «εκ διαμέτρου αντίθετα, αξιοθαύμαστα πράγματα… κουμπάκια, ρόμβοι…» και την εναλλαγή ανάμεσα στα δυο κανάλια, από τη μετάδοση της θείας λειτουργίας στα διαφημιστικά με τα ημίγυμνα γυναικεία σώματα. Η αστική πολυφωνία με όλες τις όψεις της και την κλασική υποκρισία της τάξης της.

Υπάρχουν επίσης πολλές σκηνές με διαχρονικά στοιχεία –που είναι το βασικό χαρακτηριστικό της καλής σάτιρας- όπως ο αγώνας ποδοσφαίρου της εθνικής με το συγκρότημα του αμόλα καλούμπα, το νικητήριο γκολ του μάικ γιαουρτάκου (γαλάκου) και οι ψύχραιμες αντιδράσεις του εκφωνητή στο μικρόφωνο (η ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει…) που συνοψίζουν τη μέση δημοσιογραφική αντιμετώπιση-κάλυψη κάθε αθλητικής διάκρισης. Κάποιοι θυμήθηκαν αυτές τις σκηνές με την πρόκριση φέτος επί της ακτής ελεφαντοστού στο μουντιάλ, σε εμένα πάλι η αίσθηση του déjà-vu ήταν πιο έντονη στον τελευταίο αγώνα των προκριματικών του 04’ με τους βορειοϊρλανδούς (που φέτος μας έκλεισαν το σπίτι) και τα επινίκια στο καλλιμάρμαρο, μερικούς μήνες αργότερα, με τον χριστόδουλο να θυμίζει τον χάρρυ κλυνν παπά, να πανηγυρίζει με το λιβανιστήρι: γκοοοολ


Η κορυφαία σκηνή όμως που συμπυκνώνει όλο το νόημα της δικομματικής αντιπαράθεσης από τη μεταπολίτευση (και παλιότερα) ως τις μέρες μας είναι η πόλωση μεταξύ πράσινων και βένετων και η εμφύλια διαμάχη για την οποία προετοιμάζονται τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα του χωριού (τρία ρε χαμένε, τρία! Είμαι κι εγώ εδώ) με επικεφαλής τη δεξιά γκόλφω και το.. δημοκράτη τασούλη (δηλ ο χάρρυ κλυνν που είχε κατέβει υποψήφιος δήμαρχος στη καλαμαριά με στήριξη νδ και ο ανέκαθεν πασόκος πιατάς), που είναι θαρρείς έτοιμοι να σφαχτούν στα μαρμαρένια αλώνια και ξαφνικά μονιάζουν κι αγκαλιάζονται ευτυχισμένοι, σε αγαστή πολιτική συνεργασία. Όπως ακριβώς στη βουλή


Το made in greece έρχεται προς τα τέλη της δεκαετίας και της αλλαγής, εν έτει 87’ κι έχει τη δική του σημειολογική μαγεία και πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης.
Η εξάρτηση από τους (καριόλεν) γερμανούς (τι να κάνουμε, αυτή ήταν τότε η γραμμή) που καταλαμβάνουν τις ελληνικές παραλίες και καταδιώκουν τον πρωταγωνιστή (μπίτε χερ γιαννάκης) που τους απαντά «τι μπίτε ρε παιδιά; Μόλις βγήκα» -από το τρελάδικο ή και την κατοχή πιθανότατα.
Η μεγαλειώδης παρέλαση με τσιγγάνους αρκουδιάρηδες, σσουβλατζήδες, λαμόγια και τον ανθό της ελληνικής κοινωνίας, τους λαχειοπώληδες ως βασική ελπίδα του τόπου για οικονομική ανάκαμψη και τη γουνοφόρο πρόδρομο της (συν-αγωνίστριας) γιάννας στην κερκίδα των επισήμων, να τα σπάει σα να είναι στα μπουζούκια.

Η υπαρξιακή αγωνία του κακουλίδη στο ταξί «πού πάμε σύντροφοι;» κι η αμήχανη απάντηση του γιάννη γιαννάκη (γγ) «στο αεροδρόμιο», γιατί δεν είχε τίποτα καλύτερο να του απαντήσει και τότε πηγαίναμε σχεδόν κατά διαόλου, με τα χειρότερα να μην έχουν έρθει ακόμα.


Κι η αποτύπωση στις ατάκες του ταξιτζή (ιδανικό συμπλήρωμα του σινεφίλ βασίλη από το αλαλούμ) πχ για τον καρλ χάινς ρουμενίγκε (πληρωμένη απάντηση σε ένα τσιτάτο του μαρξ) του τι και πόσα καταλαβαίνει ο πολύς κόσμος από τη δική μας υπαρξιακή αγωνία και κατά πόσο τη συμμερίζεται.
Ο ίδιος μονόλογος στη συνέχεια της ταινίας με το νεκροθάφτη (πού οδηγείται η ανθρωπότης; πού θα οδηγήσει η φθορά των αξιών που συνεχώς εμπορευματοποιούνται, θυσία στο μολώχ του κεφαλαίου;) και η σουρεάλ προσθήκη στο τέλος: «τσοβόλας». Γιατί λίγο πριν το «τσοβόλα δώστα όλα» ήταν, όσο να πεις, αρκετά σουρεάλ ο ισχυρισμός πως ο τσοβόλας αγωνίζεται ενάντια στον καπιταλισμό, το βωμό του κεφαλαίου, άσχετα αν αργότερα έγινε πρόσκαιρος σύμμαχος στο ααδμ.

Η παρουσίαση της ελλάδας ως τρελάδικου, ένα μόλις χρόνο πριν πει ο καραμανλής τη.. θυμόσοφη ατάκα περί «απέραντου φρενοκομείου». Και το μελαγχολικό τραγούδι στο τέλος της ταινίας: ακόμα έρχομαι..


Μα πάνω απ’ όλα η διαδοχή των τελευταίων σκηνών, από την παρέλαση στην εκκλησία με το φαντεζί μουσικοχορευτικό πρόγραμμα και φινάλε με την απογοητευτική επιστροφή στο πατρικό σπίτι, τελευταίο καταφύγιο πριν από την ασφάλεια του μουρλοκομείου. Ένας φαύλος κύκλος που αποδομεί πολύ έξυπνα το τρίπτυχο πατρίς-θρησκεία-οικογένεια.



Το θέμα είναι πως δεν υπάρχει κανείς σήμερα να γράψει μια αντίστοιχη σάτιρα –σχολιάζοντας μέσα σε όλα και την πολιτική κατάντια του χάρρυ κλυνν αλλά και του κακουλίδη, που είχε πολιτευτεί με τη δημαρ. Και αυτό το μνημόσυνο θα μείνει ημιτελές κι ανέσωτο μέχρι να πιάσει και τη δισκογραφική δουλειά του χαρούλη στη δεκαετία με τις βάτες –που θα τη δούμε σε κάποια επόμενη ανάρτηση.

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Σφυροδρεπανε δες κι αυτα(αν δε τα χεις δει ηδη):

http://www.youtube.com/watch?v=6Mf8dileymE

http://www.youtube.com/watch?v=V_PMN3Offmw


Гриша

Ανώνυμος είπε...

Το made in greece (όταν ακούω αυτό, το μυαλό μου πάει αμέσως στο Παπαναστασίου και τη πιο θρυλική ίσως διαφήμιση εκείνης της δεκαετίας https://www.youtube.com/watch?v=5B0viuGwNwU) δε μου άρεσε τόσο πολύ, το αλαλούμ όμως και ειδικά το τελευταίο μέρος είναι εξαιρετικό. Η δε σκηνή με το χιλιάρικο (το πιο παλιό, αυτό με το Δία) που το κολλάει ο "τζέι αρ" στο τζουκ μποξ, είναι για μένα συγκλονιστικής σύλληψης (παρεμπιπτόντως, ζήτω τα ελληνικά χωριά). Διαισθάνομαι πάντως ότι η συνεισφορά του Κακουλίδη (του Γιάννη) επί του σεναρίου ίσως έχει υποβαθμιστεί κάπως λόγω της πραγματικά σπουδαίας παρουσίας του Χάρρυ Κλύν "επί της σκηνής". Νομίζω ότι στη δεκαετία του '90 δε συνέχισαν τη συνεργασία τους οπότε και η απότομη παρακμή του Χάρρυ δε πρέπει να είναι άσχετη με αυτό-παρακμή όμως που αφορά ταυτόχρονα και τον Κακουλίδη (ούτε πρέπει να είναι άσχετη και με τη μετατόπιση της σάτιρας σε πιο "ατομικό" επίπεδο). Δεν ξέρω κατά πόσο είναι γνωστό αλλά ο Κακουλίδης, μεταξύ αλαλούμ (1982 και made in greece (1987), είχε συνεργαστεί με το ΠΑΣΟΚ στις ευρωεκλογές του 1984.

ρα