Σάββατο 28 Φεβρουαρίου 2015

Για τα συνθήματα

Μπορεί τα περισσότερα μμε –ενημερωτικά κι όχι μόνο- να συνεχίζουν το φαιδρό γαϊτανάκι της βαρουφακιάδας, σημειώνοντας ακόμα και το «γκουχ» του, που επιδέχεται πολλών ερμηνειών στα πλαίσια της δημιουργικής αμφισημίας (ξερόβηχας, τσιγαρόβηχας ή μήπως κάποιο υπονοούμενο;), αλλά εγώ βρήκα πολύ πιο ζουμερή και ουσιαστική μια πρόσφατη συνέντευξη του γγ (στον παπαδάκη) και την χτεσινή ομιλία του στο σύνταγμα, που περιείχε και μια πολύ καλή ανάλυση της λίστας βαρουφάκη και των… φιλολαϊκών συνεπειών της.

Προς το τέλος της τηλεοπτικής του συνέντευξης λοιπόν ο γγ σημειώνει μεταξύ άλλων τα εξής.
Με το «αν» δεν γίνεται ούτε πολιτική ούτε τοποθέτηση. Και πάλι εδώ υπάρχει ένα ζήτημα. Λένε μερικοί που είναι έξω απ’ τα πράγματα και έξω από κάθε λογική: Να βγούμε από την Ευρωζώνη και να μείνουμε στην ΕΕ, να μην κάνουμε κοινωνικοποίηση μεγάλων επιχειρήσεων, να συνεχίσουμε να διαπραγματευόμαστε και να είμαστε στον καπιταλιστικό δρόμο ανάπτυξης. Αυτό είναι μια τρύπα στο νερό. Άλλο ζήτημα ότι μπορεί να ξεκινήσεις από κει και η διαδικασία ρήξεων να είναι έξοδος από την Ευρωζώνη, έξοδος από την ΕΕ με δική σου όμως απόφαση, του λαού, της χώρας, της κυβέρνησης, της λαϊκής εξουσίας, όπου ο λαός θα είναι στην εξουσία και θα είναι αποφασισμένος ότι αυτά θα τα πάρει και θα τα λειτουργήσει. Γιατί, αν δεν έχεις τα απαραίτητα εργαλεία, δηλαδή την οικονομία στα χέρια σου, πώς θα κατανείμεις πόρους, εργατικό δυναμικό, πώς θα κάνεις φιλολαϊκή ανάπτυξη;

Ενώ στην χτεσινή ομιλία οι βασικές αιχμές ήταν: ανάκτηση των απωλειών και ρήξη με την εε, με το λαό στην εξουσία.

Θέλω να συνδέσω τα παραπάνω και με μια πρόσφατη κουβέντα που είχε ανοίξει στο μπλοκ σχετικά με τα συνθήματα, τη σωστή επιλογή τους και την κατάλληλη χρήση τους. Το οποίο σχετίζεται με τη σειρά του με το βασικό κόμπο της σύνδεσης τακτικής-στρατηγικής, την ικανότητα να εκτιμάμε σωστά τη δοσμένη συγκυρία, να ανεβάζουμε το επίπεδο συνειδητοποίησης, κτλ. Σημαίνει επίσης να διαχωρίζουμε (αλλά και να συνδέουμε) τα συνθήματα που μπαίνουν για ζύμωση με τις άμεσες διεκδικήσεις, να βρίσκουμε κάθε φορά τα κατάλληλα αιτήματα-κρίκους, που θα συσπειρώνουν το λαό και θα κλιμακώνουν την πάλη του, και να διασαφηνίζουμε την ειδοποιό διαφορά τους από τις ρεφορμιστικές, μεταβατικές αυταπάτες για μια σταδιακή ομαλή μετάβαση μέσω μεταρρυθμίσεων σε έναν άλλο κόσμο που είναι εφικτός (αλλά δεν πρόκειται να το δούμε ούτε στον άλλο κόσμο).

Σημειώνω παρεμπιπτόντως, πως δεν πρόκειται για την αναζήτηση ενός και μόνου συνθήματος, που κινητοποιεί σα μαγικός μοχλός τις μάζες, αλλά για μια πολύ πιο σύνθετη διαδικασία. Όπως πολύ πιο σύνθετη (αν και απλή στην ουσία της) ήταν πχ η εκλογική εκτίναξη του σύριζα, σε σχέση με τα απλοϊκά σχήματα που την ερμηνεύουν στη βάση της προβολής του συνθήματος της κυβέρνησης της αριστεράς, αγνοώντας τις υπόλοιπες παραμέτρους αυτής της εναλλαγής κι υπονοώντας πως το και το κουκουέ θα είχε αντίστοιχη άνοδο αν είχε προβάλει δική του κυβερνητική πρόταση.

Είναι επίσης ζήτημα αν τα συνθήματα παίζουν τόσο καθοριστικό ρόλο, εφόσον η συστράτευση έχει κριθεί κι επιτευχθεί σε άλλο επίπεδο: πχ αν ατσαλώνεται καθημερινά στη δράση στη δική μας περίπτωση, ή έχει σφραγιστεί με εκλογικούς όρους στην περίπτωση της κυβερνώσας ελπίδας. Της οποίας οι ψηφοφόροι δεν επηρεάζονται όχι απλά από κάποια συνθήματα, αλλά συχνά ούτε καν από στην ίδια την πραγματικότητα, που διαψεύδει τις προσδοκίες τους.
Εδώ απαιτείται όμως μια ευρύτερη συζήτηση: σε ποια βάση πείθεται και κινητοποιείται ο κόσμος κι αν ισχύουν για όλους τους χώρους τα ίδια κριτήρια.

Ας δούμε τώρα συγκεκριμένα τα παραπάνω στη σημερινή συγκυρία.
Το βασικό αίτημα-κρίκος που μπαίνει μπροστά μας είναι η πάλη για την ανάκτηση των απωλειών του περασμένου διαστήματος –με την αριστερή κυβέρνηση να παγώνεις τις διάφορες προεκλογικές της δεσμεύσεις και να δεσμεύεται πρωτίστως απέναντι στους δανειστές-εταίρους της πως δε θα προχωρήσει σε… «μονομερείς ενέργειες» χωρίς την έγκρισή τους. Σε αυτό το σύνδεσμο μπορείτε να θυμηθείτε το συγκεκριμένο πλαίσιο πάλης που επεξεργάστηκε τον περασμένο μήνα η γραμματεία του παμε.

Παράλληλα οι εξελίξεις βάζουν επί τάπητος το βραχνά του χρέους και το φαύλο κύκλο των δανείων για την εξυπηρέτησή του, που καταλήγουν απλώς να το διαιωνίζουν και να το αυξάνουν. Καθώς επίσης κι ο χαρακτήρας των περιβόητων θεσμών, της ευρωπαϊκής ένωσης και τα περιθώρια φιλολαϊκών ελιγμών και χειρισμών εντός της ιμπεριαλιστικής λυκοσυμμαχίας. Μπαίνει δηλ επί τάπητος το ζήτημα της διαγραφής του χρέους και της αποδέσμευσης από την εε, που πρέπει να αναδειχθούν και να μπουν ως προμετωπίδα, μαζί με το σύνθημα για την ανάκτηση των απωλειών.

Αυτοί οι στόχοι όμως θέτουν αυτομάτως και ζήτημα εξουσίας, της εξουσίας που θα τους προωθήσει συνειδητά, με δική της πολιτική βούληση, και δε θα της επιβληθούν ως… ατύχημα, για να τη βρουν απροετοίμαστη και βασική απρόθυμη να βαθύνει το ρήγμα. Οι πολιτικές προτάσεις που βλέπουν αυτά τα δύο είτε ξεκομμένα είτε με χρονική απόσταση μεταξύ τους (πρώτα να γίνει το ένα, για να οδηγηθούμε στο άλλο) είναι καταδικασμένες σε οικτρή αποτυχία. Όχι μόνο γιατί είναι ρεφορμιστικές (που είναι κι αυτό) με τα μάτια στραμμένα στο παρελθόν και το «κοινωνικό συμβόλαιο» της μεταπολίτευσης, στην αποκατάσταση της χαμένης ισορροπίας· αλλά επειδή είναι επιπλέον ανεφάρμοστες και ουτοπικές. Και προσπαθούν να αντικαταστήσουν το απαραίτητο επαναστατικό άλμα με θεωρητικές ακροβασίες και μικρά βήματα στο κενό, πάνω σε ένα τεντωμένο σκοινί, λες και παίζουμε μόνοι μας, χωρίς αντίπαλο, που θα κάνει τα πάντα για να μας γκρεμίσει.


Κι αυτό ακριβώς είναι, όπως το ερμηνεύω εγώ τουλάχιστον, το νόημα των αιχμών της χτεσινής ομιλίας και της μεταξύ τους σύνδεσης: ρήξη με την εε με το λαό στην εξουσία.

Παρασκευή 27 Φεβρουαρίου 2015

Αλ(α)λάζοντας

Δηλ εσύ σφε αναγνώστη είσαι τόσο καχύποπτος και σεχταριστής, που δε βλέπεις καμία αλλαγή;

Βρισκόμαστε στο 89ο λεπτό της μεταπολίτευσης, αγαπητοί μου ακροατές, κι έχουμε αναγκαστική αλλαγή. Στη θέση του βαριά τραυματισμένου πασόκ, που αποχωρεί εν μέσω αποδοκιμασιών και μούντζων στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, εισέρχεται εν μέσω αποθέωσης, ζητωκραυγών και εκλογικής νιρβάνας, ο συνασπισμός ριζοσπαστικής αριστεράς. Συγκλίνει προς το μεσαίο χώρο, κάνει εντυπωσιακά τσαλιμάκια χωρίς ουσία και παραλύει τη λαϊκή άμυνα, που κάθεται και χαζεύει. Εκπληκτική παράσταση, κυρίες και κύριοι.

Το καλύτερο είναι πως μια πρόσφατη αντικειμενική δημοσκόπηση εμφανίζει τον τσίπρα ως καταλληλότερο πρωθυπουργό σύμφωνα με το 73% των ερωτηθέντων, ενώ το 80% του δείγματος φέρεται να συμφωνεί με τους χειρισμούς της ελληνικής κυβέρνησης για την επίτευξη συμφωνίας με τους δανειστές. Δεν ξέρω πώς θα χαρακτήριζαν σε άλλη περίπτωση οι κυβερνώντες αυτά τα ποσοστά (μπρεζνιεφικά, αλά τσαουσέσκου, κτλ) αλλά τέτοια ευρύτατη συναίνεση δεν υπάρχει ούτε καν στην κοινοβουλευτική ομάδα του σύριζα.

Άσε πια το τιτίβισμα που αναπαρήγαγε η κανελλοπούλου (από τον καιρό που η απήχηση του κυβερνώντος κόμματος ήταν πιο χαμηλή κι από τα ποσοστά του «εμείς κι εμείς» σε επανάληψη): οκτώ στους δέκα στηρίζουν σύριζα, οι άλλοι δύο στους δέκα είναι αριστεροί. Που θα μπορούσε να διασκευαστεί και στα χνάρια των επιτυχιών του δαλιανίδη: οι μισοί από εσάς στην κο είστε πασόκοι. Κι οι άλλοι μισοί, ακόμα χειρότεροι.

Ο πρώτος μήνας της νέας συγκυβέρνησης ολοκληρώνεται με εντυπωσιακές αλλαγές: μνημόνιο-γέφυρα με 70-30, παιχνίδι με τις λέξεις, τη γλώσσα του σώματος και τη νοημοσύνη μας, όρκους πίστης στο εκκλησιαστικό κατεστημένο, ο πάκης πτδ, ένας αυτόχειρας στο κολαστήριο της αμυγδαλέζας και σοσιαλιστικό ξύλο στους αναρχικούς που διαδήλωσαν, μνημονιακή μείωση –που δεν ακυρώθηκε ακόμα- 30% στους ωρομίσθιους των ιεκ, κοροϊδία με το βασικό μισθό και τις προσλήψεις στο δημόσιο, σοβαρό ενδεχόμενο να μην περάσει καν η έγκριση της συμφωνίας από τη βουλή, προβοκατόρικα δημοσιεύματα για το ριζοσπάστη και την κοκα-κόλα, σπέκουλα για το θέμα του σημερινού συλλαλητηρίου, κοκ.

Ειδικά σε αυτό το τελευταίο κάποιοι διάλογοι στο διαδίκτυο είναι να σταματάει ο νους σου.
Γιατί θυμήθηκε τώρα το κκε να σηκώσει το ζήτημα της κατάργησης του μνημονίου και των εφαρμοστικών του νόμων; Τι έκανε τόσο καιρό που ήταν κυβέρνηση η νδ;
-Μα είχε καταθέσει ακριβώς την ίδια πρόταση κι επί συγκυβέρνησης σαμαρά-βενιζέλου, που δεν έφτασε ποτέ στην ολομέλεια, αλλά είχε θεωρητικά τη στήριξη του σύριζα.
-Ναι, αλλά… (ε το αλλά αυτό κυμαίνεται από βάρκιζα και στάλιν ως τυποεκδοτική και κόκα-κόλα).
Ναι αλλά τι σκοπιμότητα εξυπηρετεί η κατάθεσή της τώρα;
-Καμία. Από την άλλη τι σκοπιμότητα εξυπηρετεί να μην υπερψηφίσει την πρόταση αυτή μια αριστερή θεωρητικά κυβέρνηση;
Και κάπου εκεί σταματάνε τα λογικά επιχειρήματα κι οι δυνατότητες περαιτέρω συζήτησης. Πάντα στα πλαίσια της δημιουργικής αμφισημίας –sic.

Δημιουργική αμφισημία; Δηλ σαν αυτό που έλεγε το παλιό πρόγραμμα ότι για εμάς θα είναι η λαϊκή εξουσία ενώ για τους συμμάχους μας στο μέτωπο μπορεί να είναι κάτι άλλο;
Όχι. Δηλ σαν αυτό το διαβόητο «και εις τη λαοκρατίαν πιστεύομεν» του παπανδρέου κατά την απελευθέρωση.

Τώρα όμως δεν υπάρχει καμία αμφισημία που να αφήνει περιθώριο παρανόησης για τον χαρακτήρα της συγκυβέρνησης και της πολιτικής της. Για αυτό, για όλους τους παραπάνω λόγους, κι άλλους τόσους ακόμα, πρέπει να πας στο απογευματινό συλλαλητήριο (στο σύνταγμα και σε όσες άλλες πόλεις έχουν οριστεί αντίστοιχες συγκεντρώσεις). Κι ας μην είναι σύμμαχός μας ο καιρός (που σχεδόν ποτέ, από παράδοση, δεν έχει θέση στη λαϊκή συμμαχία, με τα καπρίτσια του).

Πέμπτη 26 Φεβρουαρίου 2015

Το μαχαίρι στο κόκαλο

Όσα διεκτυλίσσονται αυτές τις μέρες στον χώρο του αθλητισμού, είναι ένα τυπικό δείγμα συριζαϊκής δημιουργικής αμφισημίας, όπως θα ‘λεγε κι ο βαρουφάκης. Ένα κυβερνητικό έργο τέχνης, που έχει τα πάντα κι ο καθένας το ερμηνεύει όπως θέλει, κρατώντας ό,τι καταλαβαίνει και του ταιριάζει καλύτερα.

Το πικρό ποτήρι που καλείται να πιει μέχρι τέλους ο μέσος φίλαθλος έχει ξεχειλίσει προ πολλού και κάθε καινούριος κρίκος που έρχεται να προστεθεί στην αλυσίδα, επιτείνει απλώς το μαρτύριο της σταγόνας: τα γεγονότα της κυριακής στη λεωφόρο, που περνάνε στο οπαδικό θυμικό ως προβοκάτσια ή ως η πράσινη ριζούπολη, αναλόγως τα χρωματιστά γυαλιά που φοράει κανείς· το χοντρό ξύλο και τα επεισόδια (σαν τηλεοπτικό επεισόδιο σε επανάληψη) σε αγώνα της β’ εθνικής (ποια football league ρε συ;), σε αγώνα τοπικού πρωταθλήματος και στο ντέρμπι κορυφής της α1 στο βόλεϊ –όλα αυτά μόνο μες στο 15’· οι καταγγελίες για στημένα παιχνίδια κι εγκληματικές οργανώσεις, το μπάχαλο με τον ορισμό του αεκ-ολυμπιακός για το κύπελλο, κοκ.

Όλα αυτά (κι άλλα τόσα) συνθέτουν ένα σκηνικό αποσύνθεσης και πλήρους απαξίωσης των πρωταθλημάτων, που δημιουργεί με τη σειρά της ένα ευνοϊκό κλίμα (αν μη τι άλλο ανοχής) απέναντι σε οποιαδήποτε κίνηση θα έβαζε λουκέτο σε αυτό τον οίκο ανοχής, για να τακτοποιήσει τα του οίκου (της ανοχής) και να τεθούν νέες βάσεις. Πόσο γερές βάσεις μπορούν να τεθούν όμως στην κινούμενη άμμο ενός σαθρού συστήματος; Και πόσο νέες ή πρωτότυπες είναι οι λατρεμένες εξαγγελίες για κάθαρση και το μαχαίρι που θα φτάσει επιτέλους στο κόκαλο; Εδώ λοιπόν υπεισέρχεται η δημιουργική αμφισημία που λέγαμε.

Η αρχική διαρροή για την πρόθεση μιας επ’ αόριστον αναστολής των πρωταθλημάτων προκάλεσε πολλές θερμές αντιδράσεις κι ενθουσιώδεις προτροπές προς την κυβέρνηση να καθορίσει τον κόπρο του αυγεία. Για να τις διαδεχτεί τελικά η απόφαση προσωρινής αναστολής μόνο της σούπερ λιγκ, η απογοήτευση και η ειρωνεία των πρωτοσέλιδων αθλητικών τίτλων: «ΚΩΛΟΤΟΥΜΠΑ», «ΜΙΑ ΑΠΟ ΤΑ ΙΔΙΑ;», ΟΥΑΟΥ ΣΚΟΤΩΣΕΣ ΤΗ ΒΙΑ

Το πρωτοσέλιδο του σημερινού γκολ
Η επ’ αόριστον αναστολή των πρωταθλημάτων είναι κάτι σαν την έξοδο από την ευρωζώνη: δε δίνει καμία απολύτως λύση από μόνη της, αλλά δείχνει ίσως μια πολιτική βούληση για σύγκρουση, που προφανώς δεν είναι πρόθυμη να σηκώσει η συγκυβέρνηση. Όπως δεν πρόκειται να πειράξει το αυτοδιοίκητο της επο (ένα υβρίδιο σδιτ με χορηγούς και κρατική χρηματοδότηση), κάτι που θα σήμαινε την αποβολή μας από τις τάξεις της ουέφα-ευρωπαϊκής ένωσης. Για να μην πιάσουμε καν τη σύγκρουση με τα μονοπώλια, το μυστικό δείπνο δούρου-μαρινάκη, την ιδιωτικοποίηση του οπαπ που δεν ανακαλείται, τα λεφτά της περιφέρειας αττικής για λεωφόρο και νέα φιλαδέλφεια, την ταύτιση απόψεων με τις εγχώριες φαρμακοβιομηχανίες και την «εθνική αστική τάξη» του γιαννακόπουλου και πάει λέγοντας. Σε αυτή τη βάση, η ανανέωση του ποδοσφαίρου και του αθλητισμού ευρύτερα θα θύμιζε απλώς το φιάσκο της «ανανέωσης της αριστεράς» που πρέσβευε στα νιάτα του ο κοντονής και η ακοα.

Αρχικά η κουβέντα θύμιζε με αντεστραμμένους όρους την αντίστοιχη συζήτηση για την ερτ και το αν μπορεί να μεταρρυθμιστεί εν λειτουργία ή πρέπει να κλείσει για να φτιαχτεί από το μηδέν κάτι άλλο (εξίσου νοσηρό, αλλά πιο ελεγχόμενο και πιο κάτεργο) στη θέση της. Στην πράξη, το θέμα ήταν αρκετά πιο απλό, καθώς υπήρχε η πίεση και τα συμφέροντα διαφόρων πλευρών: της συνδρομητικής τηλεόρασης με τις ρήτρες για το «προϊόν» της, της επο για την εθνική, των ομάδων για τα έσοδά τους, του ολυμπιακού για τον τίτλο που θα προσθέσει στο παλμαρέ του –και βασικά θα μπορούσαν να του τον παραχωρήσουν προκαταβολικά με σύμβαση για τα επόμενα 99 χρόνια, όπως έγινε δηλ με το καραϊσκάκη.

Στην κουβέντα μπλέκουν, σχεδόν από παράδοση (κι ως αντανάκλαση της… ζήλιας των κατοίκων της ψωροκώσταινας για τις ανεπτυγμένες οικονομίες και τα προηγμένα πρωταθλήματα του δυτικού κόσμου, όπου όλα τάχα είναι αγγελικά πλασμένα) και τα περιβόητα θατσερικά μέτρα, που έλυσαν, υποτίθεται, ριζικά το πρόβλημα του χουλιγκανισμού στην αγγλία, ενώ στην πραγματικότητα απλώς το μετέθεσαν εκτός γηπέδων –τα οποία πρέπει να προφυλαχτούν ως η βιτρίνα του προϊόντος. Άλλωστε και ο φιλόπουλος στην ελλάδα δε δολοφονήθηκε κατά τη διάρκεια επεισοδίων στο γήπεδο, αλλά σε προκαθορισμένο ραντεβού θανάτου των οργανωμένων οπαδών.

Τα μέτρα του κοντονή –που στην πραγματικότητα δεν εισάγουν κάτι μη ψηφισμένο και κινούνται στην ίδια πεπατημένη ρότα με τις προηγούμενες κυβερνήσεις- βάζουν θεωρητικά στο στόχαστρο το απόστημα των οργανωμένων συνδέσμων που γίνονται λέσχες –ας αφήσουμε προσωρινά κατά μέρος το ζήτημα της δικής μας παρέμβασης στα γήπεδα κι αν έπρεπε να είναι καλύτερη κι οργανωμένη- βάζοντας όμως σε εφαρμογή το μεγάλο αδελφό με τις κάμερες και τα ονομαστικά ηλεκτρονικά εισιτήρια! Κι έχει μεγάλο ενδιαφέρον να δούμε αν τελικά όλα αυτά τα θατσερικά τεθούν σε εφαρμογή από αυτή τη συγκυβέρνηση με κορμό το σύριζα. Πρώτη φορά αριστερά!

Κανένα απολύτως απόστημα δεν πρόκειται να σπάσει όμως, όταν χτυπάει κανείς το σαμάρι, αλλά φιλεύει το γάιδαρο, δηλ τους χρηματοδότες-στρατηγούς αυτών των ιδιωτικών στρατιών. Κι είναι πολύ εύστοχο το σχετικό τρολάρισμα του ζαραλίκου στο τουίτερ.
-Εκκρεμούν 1-2-3-4 ;; δικογραφίες για εγκληματικές οργανώσεις στο ποδόσφαιρο, τι θα κάνετε ;;
- Άμεση εφαρμογή του ηλεκτρονικού εισιτηρίου
Αυτό θα πει λύση. Τώρα μάλιστα.

Σε κάθε περίπτωση η μπάλα είναι στην κερκίδα –και όχι επειδή την πέταξε εκεί ο κοντονής, αποφεύγοντας τον πυρήνα του προβλήματος. Κι είναι στα δικά μας χέρια-πόδια να παραμείνουμε παθητικοί θεατές, όπως τώρα, ή να επιβάλουμε δικούς μας όρους στο παιχνίδι.

Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2015

Το συνέδριο που συγκλόνισε τον κόσμο

Σαν σήμερα, στις 25 φλεβάρη, πριν από εξήντα περίπου χρόνια, ολοκληρώνονται οι εργασίες του εικοστού συνεδρίου του κκσε με τη μυστική έκθεση που διαβάζει ο νικήτας χρουτσόφ προς το σώμα για το ζήτημα της προσωπολατρίας και τις επιζήμιες συνέπειές της.


Θα μπορούσε να καταπιαστεί κανείς ίσως με τις λεπτομέρειες και τη σημειολογία τους: τη μέρα έναρξης του συνεδρίου που συνέπεσε με το βαλεντίνο και την ημέρα των ερωτευμένων (με ποιον άραγε;), τη διάρκεια του συνεδρίου (12 ημέρες) και τη σύγκριση με τα καθ’ ημάς και τις συντομευμένες διαδικασίες, το επικείμενο εικοστό συνέδριο του κκε, κοκ. Αλλά το ζουμί βρίσκεται σε αυτή τη μυστική έκθεση που μες στους επόμενους μήνες διέρρευσε στο λάμπρο σταυρόπουλο της εποχής και τις αμερικάνικες υπηρεσίες –λεπτομέρεια που θα αρκούσε από μόνη της να μας δείξει την πολιτική κατεύθυνση και τους στόχους της έκθεσης- και γνώρισε έκτοτε πολλές επανεκδόσεις-μεταφράσεις· αλλά στη σοβιετία δημοσιεύτηκε μόλις επί περεστρόικα, το σωτήριο έτος 89’, παράλληλα με την ελληνική έκδοση από το «θεμέλιο». Ενώ σηματοδότησε μια κοσμοϊστορική πολιτική στροφή, που πέρασε στην ιστορία ως «αποσταλινοποίηση» και επεκτάθηκε και στα άλλα αδελφά κκ και φυσικά στο κκε, με την καθαίρεση του ζαχαριάδη από την κετουκε και τη μετέπειτα διαγραφή του –εξέλιξη που είχε διαφανεί ήδη από το σεπτέμβρη του 55’, με τα γεγονότα της τασκένδης και το ρόλο που έπαιξαν οι σοβιετικές αρχές.

Στο κείμενο της μυστικής έκθεσης, μπορεί να βρει κανείς όλα σχεδόν τα επιχειρήματα και τα ιδεολογήματα που μας.. συντροφεύουν μέχρι σήμερα κι αναπαράγονται ευρέως στα πλαίσια της αντισοβιετικής προπαγάνδας. Ο στάλιν έμενε κλεισμένος στο γραφείο του και γνώριζε τη σοβιετική ύπαιθρο μόνο από τα σχετικά φιλμ της εποχής· ολιγώρησε στις αρχές της ναζιστικής επίθεσης, τον ιούνη του 41’· εκτόπισε άδικα ολόκληρους λαούς και πληθυσμούς· δεν είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στα χρόνια της επανάστασης και κανείς δεν τον γνώριζε ως το 24’· ενώ φυσικά συναντάμε και την περιβόητη διαθήκη του λένιν. Παρατίθενται επίσης τα στοιχεία για το 17ο συνέδριο των νικητών και την εξόντωση των 2/3 περίπου των μελών της κε και των αντιπροσώπων. Ενώ παράλληλα αξιοποιούνται κι υπαρκτά, αντικειμενικά ζητήματα, όπως το μεγάλο κενό διάστημα (13 χρόνια) ανάμεσα στη διεξαγωγή του 18ου και του 19ου συνεδρίου του κκσε, το 1952.

Για την ιστορία σημειώνω πως στα χρόνια του νικήτα, το επόμενο συνέδριο έγινε δύο χρόνια μετά κι ακολούθησε τρία χρόνια αργότερα το 22ο (στο οποίο μπήκαν πιο ανοιχτά διάφορες «μεταρρυθμίσεις», που δεν προκάλεσαν όμως την ίδια αίσθηση με το ξεκίνημα της στροφής, το 56’), ενώ τα επόμενα συνέδρια διεξαγόντουσαν ανά πενταετία (μέχρι και τον οκτώβρη του 64’ που εξαναγκάστηκε σε παραίτηση ο νικήτας, δεν είχε δρομολογηθεί η διεξαγωγή του 23ου συνεδρίου). Αντιστοίχως στο κκε επί κολιγιάννη, διοργανώθηκε ένα μόλις συνέδριο, το 61’, 16 χρόνια μετά το 7ο συνέδριο του κκε.

Μεγαλύτερη σημασία πάντως από αυτή καθαυτή την έκθεση και τα επιχειρήματά της είχε η πολιτική στροφή που σηματοδότησε –και η οποία εκφράστηκε, όπως είπαμε, πιο καθαρά στο 22ο συνέδριο, μετά κι από τον παραγκωνισμό της αντιπολίτευσης (μολότοφ, κ.ά). Ο μεταφραστής της ελληνικής έκδοσης, λ. μαυροειδής, χαρακτηρίζει πολύ εύστοχα στον πρόλογό του ως πρώτη περεστρόικα την περίοδο χρουτσόφ, που πέρασε στη διεθνή, πολιτική ιστορία σαν εμπνευστής της ιδέας της «ειρηνικής συνύπαρξης». Και προσθέτει πως η προσπάθεια εκείνη δεν πήγε χαμένη·  καθώς ξαναζεί σήμερα (δηλ εν έτει 89’) σε νέες και αληθινά επαναστατικές διαστάσεις στη δεύτερη και μεγαλύτερη περεστρόικα του γκορμπατσόφ. Ο οποίος καταλόγιζε στο νικήτα δύο βασικές αδυναμίες: ότι πήγε να περάσει τις μεταρρυθμίσεις του με τη βοήθεια του παλιού, πολιτικού μηχανισμού κι ότι δεν τις υποστήριξε με μια πλατιά ανάπτυξη διαδικασιών εκδημοκρατισμού.

Στην πραγματικότητα βέβαια, ο νικήτας προχωρούσε απλώς βήμα-βήμα στο ξήλωμα του πουλόβερ και δεν ένιωθε ακόμα έτοιμος να πάει παρακάτω, εκεί που έφτασε ο γκόρμπι, ως πνευματικό του παιδί. Αυτό εξηγεί μια σειρά λεκτικά και πολιτικά δάνεια από την… παλιά εποχή, πχ την επίθεση στους τροτσκιστές, τη δεξιά μπουχαρινική πτέρυγα και τις θέσεις τους, όπως και την προοδευτική προώθηση του ξηλώματος με όχημα το σχήμα της προσωπολατρίας, που άφησε άθικτες τις υπόλοιπες δομές του «σταλινικού συστήματος», κατά τις φιλικές «επικρίσεις» των αναθεωρητών.

Όπως εξηγεί και στον πρόλογό του ο μαυροειδής: η πιθανότερη ερμηνεία της «κρυπτογραφικής» καταγραφής των εγκλημάτων του Στάλιν ως καθεστώς «προσωπολατρίας», είναι μάλλον το ότι ο Χρουτσόφ θέλησε και με τον τρόπο αυτό να περάσει με τις λιγότερες δυνατές αντιδράσεις το αντισταλινικό μήνυμα της έκθεσης στο ακροατήριό του (…) Είναι ολοφάνερη η προσπάθεια του χρουτσόφ να κάνει το κείμενό του όσο το δυνατό πιο ανεκτό για τους απροετοίμαστους την ώρα εκείνη κομματικούς ακροατές του. Έτσι άλλωστε πρέπει μάλλον να εξηγήσουμε και το γεγονός ότι το κείμενο της έκθεσης βρίθει εκφράσεων και διατυπώσεων-κλισέ, μακρών και συχνά πλατειαστικών, με τη χρησιμοποίηση της φραστικής ρουτίνας που κυριαρχούσε τότε αδιαίρετα στον κομματικό λόγο.

Ας δούμε ένα λατρεμένο παράδειγμα, με την χρήση του σταλινικού σχήματος της αρνητικής ρητορικής ερώτησης: Μπορεί τάχα να πούμε πως ο Λένιν δεν αποφάσιζε τη λήψη αυστηρότατων μέτρων σε βάρος εχθρών της επανάστασης, όταν τούτο ήταν πραγματικά αναγκαίο; Όχι! Αυτό δεν μπορεί να το πει κανείς.
Αρκετά κωμικά είναι και τα σημεία που ο λόγος του χρουτσόφ ολισθαίνει προς το είδος του πολιτικού άρλεκιν: ο Στάλιν ήταν άνθρωπος εξαιρετικά καχύποπτος, διακατεχόταν από μια νοσηρή δυσπιστία, πράγμα για το οποίο πειστήκαμε δουλεύοντας μαζί του. Ήταν ικανός να κοιτάξει έναν άνθρωπο και να του πει: «Γιατί ξεφεύγει σήμερα το μάτι σου;»
Ή επίσης για την υπόθεση των γιατρών: Ύστερα από τη διαβίβαση του πρωτόκολλου ο Στάλιν μας είπε:
-Είσαστε τυφλοί σα νεογέννητα γατάκια. Τι θα γίνει χωρίς εμένα; Η χώρα θα χαθεί. Γιατί εσείς δεν είσαστε ικανοί να αναγνωρίσετε τους εχθρούς.
Αλλά ακόμα και τα παραδείγματα προσωπολατρίας που παραθέτει, πχ η αναφορά στην ιστορία του μπολσεβίκικου κόμματος για τη «σταλινική πολεμική μαστοριά», κτλ.

Η μετέπειτα πορεία του νικήτα είναι σε όλους γνωστή. Τον θυμόμαστε πιο πολύ για το γραφικό περιστατικό με το παπούτσι στα έδρανα του οηε, την εξίσου γραφική δέσμευσή του για την είσοδο στο στάδιο του κομμουνισμού εντός εικοσαετίας και τους χειρισμούς του στο θέμα των πυραύλων στην κούβα –όχι όμως και για το τείχος του βερολίνου, που από κάποιο «ιστορικό καπρίτσιο» έλαχε στο ιστορικό του τέκνο, γκόρμπι, να πάρει την ευθύνη για το γκρέμισμά του. Κι έμεινε στην ιστορία ως ο μόνος σοβιετικός ηγέτης, που υποχρεώθηκε σε παραίτηση, αν και τον ξεπέρασε και σε αυτό ακόμα ο γκόρμπι, καθώς έγινε ο μόνος ηγέτης παγκοσμίως που υπέγραψε τη διάλυση της χώρας του.

Τα ουσιαστικά ζητήματα που μένουν προς διερεύνηση, κατά τη γνώμη μου, είναι τα λάθη και τα αντικειμενικά προβλήματα στα οποία πάτησε η οπορτουνιστική στροφή του εικοστού συνεδρίου. Για να δώσω υπαινικτικά μόνο ένα παράδειγμα, η στροφή σε λύσεις και συνταγές με αγοραία κριτήρια (μέσα πάντα από διαπάλη, που αντανακλούσε ίσως και διαφορετικά κοινωνικά συμφέροντα) βασιζόταν ως ένα βαθμό (όχι αποφασιστικό) και στις υπερβολές ή τα αδιέξοδα της αντίθετης αντίληψης. Μπορεί δηλ να ερμηνευτεί ως ένα βαθμό ως πειραματισμός κι απόπειρα να βρεθεί λύση σε υπαρκτά ζητήματα που αντιμετώπιζε το σοβιετικό σύστημα.

Αλλά αυτό είναι προφανώς το θέμα μιας άλλης ανάρτησης.

Τρίτη 24 Φεβρουαρίου 2015

Σημειώσεις του τριημέρου

για όσα μας έκαναν σοφότερους τις τελευταίες μέρες

Η ελληνική κυβέρνηση πανηγυρίζει μια συμφωνία που την υποχρεώνει να μην προχωρήσει σε μονομερείς ενέργειες –αν υποθέσουμε δηλ πως είχε την πολιτική βούληση να το κάνει. Όπου μονομερής ενέργεια βαφτίζεται όχι πχ η παύση πληρωμών ή η διαγραφή του χρέους, αλλά η κατάργηση επιμέρους εφαρμοστικών νόμων (κι ούτε καν του συνόλου) του μνημονίου, οτιδήποτε αφορά μισθούς, συντάξεις και μπορεί να επηρέασει τα δημοσιονομικά, οπότε πρέπει να αποφασιστεί από κοινού (διμερώς ή πολυμερώς) και να πάρει έγκριση, προτού τεθεί σε εφαρμογή. Αυτά σε ό,τι αφορά την εθνικά υπερήφανα κι ανεξάρτητη πολιτική της συγκυβέρνησης.

Υπάρχει πάντως μια διόλου ευκαταφρόνητη μερίδα ανθρώπων, ακόμα και φίλων που είναι ή βρέθηκαν κάποτε κοντά στο κόμμα, που ασκούν κριτική για την επικοινωνιακή τακτική του, την πολεμική του προς τη συγκυβέρνηση, τον τρόπο που αντιμετωπίζει τις παλινωδίες της και τις ελπίδες που εναπόθεσε ο κόσμος σε αυτήν· λένε δηλ ότι θα έπρεπε να είμαστε λιγότερο αιχμηροί, συγκαταβατικοί και μετρημένοι, να αναγνωρίζουμε τις διαφορές της από την προηγούμενη κυβέρνηση και να μην προεξοφλούμε σαν κασσάνδρες την αρνητική κατάληξη.

Χωρίς καμία απολύτως διάθεση να αμφισβητήσω την ειλικρίνειά τους ή τις καλές τους προθέσεις (κάτι που δεν περιλαμβάνει διάφορους διαδικτυακούς καλοθελητές σχολιαστές), σημειώνω σχετικά τα εξής:
α. η κασσάνδρα είχε δίκιο, το πρόβλημα ήταν πως δεν την πίστεψαν
β. η αξία του πολιτικού μας ρόλου έγκειται στο να βοηθήσουμε το λαό να μην πατήσει την μπανανόφλουδα –πόσο μάλλον όταν το έχει κάνει αρκετές φορές κατά το παρελθόν- κι όχι στο να του γλείφουμε τις πληγές εκ των υστέρων
γ. στη συντριπτική πλειοψηφία αυτών των περιπτώσεων, η επίκληση της χαμηλής συνειδητοποίησης και των αυταπατών του κόσμου, αντανακλά τις αντίστοιχες «αδυναμίες» του συνομιλητή μας που τις επικαλείται, κοιτώντας το είδωλό του στον καθρέφτη και προβάλλοντά το ως γενική εικόνα στο σύνολο.

Αν λοιπόν η δική μας κριτική φαίνεται σκληρή κι άδικη, ας πάρουν υπόψη την γκρίνια και τα παράπονα που προέρχονται από το εσωτερικό του ίδιου του σύριζα. Οι κυβερνητικοί πανηγυρισμοί δεν μπορούν να πείσουν ούτε καν τους δικούς τους –που έχουν καταπιεί άλλα και άλλα βέβαια. Και το πιο εντυπωσιακό είναι πως αντιδρούν ακόμα και οι παλιές μεταγραφές από το πασόκ, όπως η τίμια σακοράφα και ο μητρόπουλος (που βγαίνει στα κεραμίδια, εφόσον δεν μπήκε στο υπουργικό συμβούλιο). Κάτι που μας δείχνει πως ακόμα και το πασόκ του 09’, δηλ του γαπ, είναι ψηλός πήχης σε κάποια σημεία για το σημερινό σύριζα. Κι αν ποτέ σφίξουν τα γάλατα κι αυτά τα στελέχη ακολουθήσουν τις τελικές συνέπειες της διαφωνίας τους αποχωρώντας (που δεν... αλλά ας κάνουμε υπόθεση εργασίας), είναι πολύ πιθανό να αποκτήσει από το πουθενά η ανταρσυα ευρωκοινοβουλευτική ομάδα, με γλέζο-σακοράφα, όπως είχε δηλ και το ναρ το δεσύλλα για μερικά χρόνια.

Αντέδρασε λοιπόν με τη γνωστή επιστολή του και ο γλέζος, εκπροσωπώντας αυτός το παλιό(τερο) πασόκ της αλλαγής, με το οποίο είχε εκλεγεί δύο φορές βουλευτής. Σου λέει δηλ, έχω ζήσει ως πρωταγωνιστής το αυθεντικό 81’, γιατί να λερώσω την υστεροφημία μου με την επανάληψή του ως φάρσα; Και (του) γράφει ένας συριζαίος στο twitter, πως η τελευταία φορά που είχαν χαρεί τόσο οι σταλινικοί –sic- μαζί του, ήταν όταν είχε πάει στην κηδεία του χότζα. Ξεχνάει όμως την ανείπωτη χαρά, όταν ο γλέζος συνέκρινε τις προγραμματικές δηλώσεις του αλέξη με το νίκο ζαχαριάδη –χώρια η ασύγκριτη χαρά από την επίσκεψη του πρωθυπουργού στο σκοπευτήριο της καισαριανής, όπου εκτελούσαν αβέρτα σταλινικούς. Αλλά εκεί στο σύριζα το έχουν χάσει τελείως με τους ιστορικούς παραλληλισμούς και γράφουν για συντηρητικούς-ανανεωτικούς και το... γεκόρ λιγκατσόφ (που παρεμπιπτόντως, τα έχει ακόμα 400 και κάνει κριτική εξ αριστερών στο σημερινό κκρο), που αν δε μου διαφεύγει κάτι, αφήνει στον αλέξη το ρόλο του γκορμπατσόφ –οπότε ας βιαστεί η πίτσα χατ να τον κλείσει για ένα διαφημιστικό. Αν και η δική του περεστρόικα αλά ελληνικά θα έχει κάτι γνήσια ρωμέικο, όχι σαν την αλέκα και το.. οργανάκι τον κουτσούμπα, όπως μας ενημερώνει ο αρθρογράφος του διαδικτυακού μπαρ (τι άλλο θα διαβάσουμε...)

 Οφείλεις να παραδεχτείς όμως σφε αναγνώστη πως το κατέχουν άριστα το επικοινωνιακό κομμάτι. Κάνουν κριτική και σαματά, χωρίς να διαχωρίζει κανείς τη θέση του, αποχωρώντας. Έχουν κριτικές φωνές εν είδει αριστερής αντιπολίτευσης, για να εγκλωβίζουν τους όποιους ανησυχούντες. Ξεκινούν υπόγεια μια επιχείρηση μείωσης της επιστολής του γλέζου, που σε οποιαδήποτε άλλοτε περίπτωση, θα είχε αντιμετωπιστεί ως τοτέμ, που δεν πρέπει να αγγίζεται –φανταστείτε αντιδράσεις πχ αν απαντούσε το κκε σε μια αντίστοιχη κριτική του. Η κυβέρνηση επισήμως μένει σε μια χαλαρή δήλωση, που τα αποδίδει όλα σε παρεξήγηση και κακή πληροφόρηση, για να μην χρεωθεί τίποτα η ίδια. Κι αφήνει τη βρώμικη δουλειά σε τρίτα πρόσωπα, όπως ο ζουγανέλης κι ο χάρρυ κλυνν, που κάποτε τραγουδούσε για τις βάσεις που μένουν που φεύγουν, αλλά τώρα έχει  χάσει το χιούμορ του μαζί με τη σοβαρότητα και την κριτική του ικανότητα.
Συμπέρασμα; Μία ή η άλλη, φράγκο δύο. Γράμματα κερδίζουμε, κορόνα χάνουμε, για την κυβέρνηση. Ή μάλλον win-win situation, όπως θα λέγαμε και στα πλαίσια της διαπραγμάτευσης...




Κλείνουμε το σημερινό σημείωμα με μικρές ευχάριστες στιγμές από το φετινό,  βροχερό καρναβάλι της πάτρας, όπου οι παρουσιαστές της νεριτ, έκαναν φιλότιμες προσπάθειες να μη δείξουν καν πλάνα του πελετίδη (εκτός κι αν τους έχει κηρύξει ο ίδιος εμπάργκο) ή του άρματος του παμμικρασιατικού (με το σφυροκόπημα του σήματος της εε), ενώ πήραν πχ συνέντευξη από τον υπέυθυνο καρναβαλιού της προηγούμενης δημοτικής αρχής (αυτόν ξέρουν, αυτόν εμπιστεύονται). Όπως και να ‘χει όμως, τους ήταν δύσκολο να θάψουν όλους τους καρναβαλιστές που άντλησαν έμπνευση από την κόκκινη δημοτική αρχή, πχ με το άρμα της αγίας πατρούπολης –ευθεία αναφορά στη σημερινή ονομασία του λένινγκραντ- ένα άλλο με τη μορφή μπάμπουσκας, κτλ. Μπορείτε επίσης να διαβάσετε σε αυτό το σύνδεσμο για την εντύπωση που δημιούργησε η επιλογή του πελετίδη να βρεθεί μαζί με τους άλλους θεατές της παρέλασης και την ειδοποιό διαφορά του σε σχέση με προηγούμενους δημάρχους.


Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2015

Λόγω της ημέρας

Σήμερα κανονικά, λόγω της ημέρας, θα ταίριαζε ένα επετειακό κείμενο για τα γενέθλια της επον και του κόκκινου στρατού. Αλλά αυτά θα τα δείτε καλύτερα στο Ατέχνως ή και στο σινεμά αλκυονίς, όπου προλαβαίνετε να δείτε κάποια ταινία από το αφιέρωμα στην επον. Αντ’ αυτού λοιπόν, η κε του μπλοκ θα πάρει σήμερα το ρεπό της, λόγω της ημέρας, και θα αντιγράψει μερικά αποσπάσματα από το δεύτερο τόμο («τα βουνά») του βιβλίου «νύχτες και αυγές» του μήτσου αλεξανδρόπουλου.

Το πρώτο απόσπασμα αναφέρεται στην αντίδραση των τραυματιών ανταρτών σε ένα νοσοκομείο για την αρχική σύνθεση της κυβέρνησης «εθνικής ενότητας», μετά από τη συμφωνία του λιβάνου. Σε πρώτη φάση είχαν μείνει κενά κάποια χαρτοφυλάκια, που προορίζονταν για τους εαμίτες υπουργούς, αλλά την ίδια στιγμή είχε ανακοινωθεί ήδη η υπόλοιπη σύνθεση της κυβέρνησης, για να λειτουργήσει ως μοχλός πίεσης στην εαμική πλευρά, ώστε να αποδεχτεί τη συμφωνία και τους δυσμενείς όρους της.

-.-.-

Στο αντικρινό κρεβάτι πλάγιαζε ο νεολαίος Δυοβουνιώτης –παλιά γνωριμία από το λόχο στρατηγείου στον Αστρά. Του είχαν κόψει κι αυτουνού τώρα το δεξί χέρι από τον αγκώνα. Τετραπέρατο βλαχόπουλο από κάποιο καραγκουνοχώρι της Θεσσαλίας εκφραζόταν συχνά με απορίες που παρουσίαζαν τα πράγματα από απροσδόκητες όψεις. Αγαπούσε τη συζήτηση και να λέει αστεία σοβαρολογώντας. Ο Δυοβουνιώτης διάβαζε τώρα την προκήρυξη με τα ονόματα των υπουργών. Κοιτούσε με πολλή περιέργεια σα να ‘βλεπε ζωγραφιές –ανθρώπους με πολλά κεφάλια, γοργόνες με ουρές κι άλλα τέτοια.

-Τι βλέπεις εκεί, Δυοβουνιώτη;
Αυτός σήκωσε το κεφάλι του, κοίταξε τον Κοσμά:
-Προσπαθώ να βρω: τι να ‘ναι όλοι ετούτοι;
-Υπουργοί! Του είπε ο γείτονας του Κοσμά, ο Θύμιος με τα κομμένα ποδάρια.
-Α, σε ευχαριστώ! Φώναξε με ειρωνία ο Δυοβουνιώτης. Με φώτισες κι ας μη σε λένε Φώτη. Αυτό όμως λέω εγώ τώρα; Αυτό το ξέρω. Εγώ προσπαθώ να βρω τι είναι και τους έκαναν υπουργούς, τι προσφέραν στον αγώνα; Εμείς ονόματα βλέπουμε εδώ, αλλά τι είναι κάτω από το κάθε όνομα το ξέρουμε; Να, κοίτα εδώ έναν πήχη όνομα: Γαρουφαλακόπουλος! Τι να ‘ναι αυτό; Αποκλείεται να είναι λες κανένας μέραρχος που τσάκισε με τους αντάρτες του τους Γερμαναράδες;
-Θα τον ξέραμε τότε...
-Και πώς ναν τον ξέρουμε που θα ‘χε το ψευδώνυμό του κι αυτός; Εσύ θα το ‘ξερες πώς είναι το όνομά μου αν δε σου το ‘λεγα; Δυοβουνιώτης ακούς και κάτσε-γύρευε. Έτσι κι αυτός εδώ, μπορεί να είναι από κείνους που γκρέμισαν στο Γοργοπόταμο τη γέφυρα και πολέμησε με το ψευδώνυμο Αχιλλέας –πού το ξέρεις;

Μάταια προσπάθησαν να τον μεταπείσουν οι άλλοι, ότι δεν ήταν απαραίτητο να είναι ο Γαρουφαλακόπουλος μέραρχος ή καπετάνιος...
-Πρέπει! Υποστήριζε τη γνώμη του ο Δυοβουνιώτης. Αλλιώτικα τι τζερεμές είναι, τι τον θέλουμε στην κυβέρνηση;
-Έλα τώρα Δυοβουνιώτη, με ζάλισες, είπε ο Θύμιος. Εξήγησέ μας καλύτερα γιατί οι δικοί μας δεν είναι μέσα στην κυβέρνηση;
Ο Δυοβουνιώτης απάντησε με προσποιητή απορία:
-Τι να κάνουν οι δικοί μας στην κυβέρνηση; Αν ήταν κανένας κατάλογος εκτελεσμένων θα ήταν πρώτοι και καλύτεροι...
Ορισμένα τέτοια αστεία του Δυοβουνιώτη οι άλλοι τραυματίες δεν τ’ αγαπούσαν. Ο Θύμιος θύμωσε πολύ.
-Αυτά, Δυοβουνιώτη... άκου δω!
-Καλά, δεν το ματακάνω!

Οι εαμικοί αντιπρόσωποι δεν είχαν πάρει μέρος στην κυβέρνηση. Στο τέλος της προκήρυξης σημειωνόταν ότι τα υπόλοιπα υπουργεία μέναν για την ώρα κενά. Αυτό ήταν γραμμένο με ψιλά στοιχεία όπως σημειώνεται μια λεπτομέρεια όχι τόσο σημαντική. Δεν ήθελε όμως συζήτηση ότι εκεί ήταν σημειωμένο το μεγάλο πρόβλημα: θα έπαιρνε αυτή η κυβέρνηση την έγκριση των μαχόμενων Ελλήνων ή θα στηριζόταν μόνο στην επιθυμία και στα όπλα των Άγγλων; Οι αντάρτες είχαν αντιληφθεί τι σημασία είχε η απουσία των δικών τοηυς από την κυβέρνηση κι ήθελαν να ξέρουν τι θα γινόταν; Θα συμφωνούσε η δική τους ηγεσία;

Ρωτούσαν τον Κοσμά. Αλλά ο Κοσμάς δεν ήθελε να μοιάζει μ’ ένα γνωστό του που ενώ ήξερε ελάχιστα γραμματάκια και δεν είχε αρκετή πείρα από τη ζωή, παρόλα αυτά όταν γινόταν πολιτική συζήτηση απαντοήυσε σ’ όλα τα ερωτήματα, ακόμη και τι θα γινόταν ύστερα από τον πόλεμο το κρατίδιο του Αγίου Μαρίνου. Θυμόταν άλλωστε και αυτό που είχε πει το χειμώνα ο Λίας, ότι έπρεπε να είναι κανείς σε ψηλό μέρος για να βλέπει τι γίνεται κάτω και γύηρω. Ο Κοσμάς καταλάβαινε βέβαια καλύτερα από τα απλά αυτά παιδιά, που ήταν η συντροφιά του. Είχε παρακολουθήσει το σπουδαίο πρόβλημα πριν φτάσει στο κρίσιμο σημείο, όπου μπήκε τώρα. Είχε ακούσει να μιλ’άν γι’ αυτό άλλοι πιο έμπειροι και υπεύθυνοι. Θυμόταν τα επιγραμματικά λόγια του Σταύρου: «Ο παλαιοκομματισμός έχει χρεοκοπήσει, στέκει με το ένα πόδι στον τάφο...» Και αυτό που είχε απαντήσει τότε, στο παράνομο τυπογραφείο, ο Σπύρος, ότι αν τους τραβήξει κανείς από το άλλο πόδι αυτοί θα ξαναβγούν.

Να πλησίαζε λοιπόν τώρα αυτή η στιγμή της νεκρανάστασης; Τι θα έλεγε, τι λέει αλήθεια τώρα ο Σπύρος;

-.-.-

Παραθέτω συμπληρωματικά ένα ακόμα μικρό απόσπασμα, από το επόμενο κεφάλαιο του βιβλίου, όπου μιλάει ένας διαφωτιστής του εαμ μετά από ένα μάθημα-αχτίφ με τους τραυματίες αντάρτες. Κι έχει ενδιαφέρον και το ζήτημα που μπαίνει στο τέλος, στο οποίο δεν είναι σίγουρο πως θα δίναμε όλοι την ίδια απάντηση και με το ίδιο σκεπτικό.


-Αυτές οι συναντήσεις με τη βάση, είπε στον Κοσμά που τον ξεπροβόδισε κατόπιν ως παραέξω, δε φατάζεσαι τι φρέσκες δυνάμεις σου δίνουν. Λέμε συχνά τη φράση: «κατεβαίνω στη βάση», το σωστό είναι να λέμε: «ανεβαίνω», να όμως που δεν έχω δυστυχώς τον καιρό να το κάνω αυτό πιο συχνά. Κρίμα, γιατί κάθε νέα συνάντση σε τροφοδοετεί με σπουδαίο υλικό, βλέπεις τον κόσμο, τον ακούς, οι απορίες του, σε βοηθάν να καταστρώσεις πλάνο της διαφωτιστικής δουλειάς για ένα ορισμένο διάστημα. Είχες που με ρώτησε λογουχάρη τώρα ο νέος που είναι στο ακρινό κρεβάτι, πλάι στο δικό σου, αν η Λαϊκή δημοκρατία ανήκει στο σοσιαλιστικό σχηματισμό ή στον καπιταλιστικό. Εδώ δεν πρέπει να υπάρχουν συγχύσεις, θα χρειαστεί να οργανώσουμε μια σειρά μαθήματα απλά και κατατοπιστικά.

Κυριακή 22 Φεβρουαρίου 2015

Περιθώριο κι απέξω

Οι κλασικοί λένε κάπου πως η κυρίαρχη ιδεολογία σε ένα δοσμένο κοινωνικό σύνολο είναι η ιδεολογία της εκάστοτε κυρίαρχης τάξης. Κι είναι ζήτημα (βασικά λυμένο αλλά και) προς συζήτηση αν θα μπορούσε ποτέ η επαναστατική-κομμουνιστική ιδεολογία να πλειοψηφήσει στις σημερινές συνθήκες, χωρίς τη διαμεσολάβηση μιας επαναστατικής διαδικασίας –κάτι που παραπέμπει στη γνωστή ρεφορμιστική-ιδεαλιστική αντίληψη: πρώτα να κερδίσουμε-αλλάξουμε τις συνειδήσεις του κόσμου κι ύστερα τον κόσμο γύρω μας. Αλλά αυτό δε θα το αναλύσουμε περαιτέρω στο σημερινό κείμενο.

Κατ’ αντιστοιχία, ο κυρίαρχος τρόπος ζωής κι οι διάφορες τάσεις που διαμορφώνονται είναι εμποτισμένες με τις αξίες της κυρίαρχης τάξης –δεν υπάρχει προφανώς πλήρης ταύτιση, γιατί δεν έχουν όλοι τα εισοδήματα της κυρίαρχης τάξης, για να ακολουθήσουν το life-style των αστών. Μπορούν όμως να το ονειρεύονται δωρεάν και θα τους κοστίσει ακριβά να το αποβάλουν, νικώντας τη δύναμη της συνήθειας, για να μάθουν να σκέφτονται διαφορετικά.

Αυτή ακριβώς η επέκταση του παραπάνω σχήματος είναι που κάνει ίσως αρκετούς να βρίσκουν εύστοχο και να αποδέχονται αυθόρμητα τον όρο «ολοκληρωτικός καπιταλισμός», που αγκαλιάζει σχεδόν κάθε πτυχή της ανθρώπινης δραστηριότητας και αποτυπώνει πιστά τη σημερινή κατάσταση γενικευμένης εμπορευματοποίησης. Αν και στην πραγματικότητα, οι βάσεις αυτής της θεωρητικής επεξεργασίας είναι διαφορετικές κι έχουν να κάνουν με τις ιμπεριαλιστικές ολοκληρώσεις και την τάση προς τον ολοκληρωτισμό. Αλλά ούτε αυτό είναι της παρούσης να αναλυθεί διεξοδικά.

Τι (μπορούμε) να κάνουμε λοιπόν; Αναζητούμε στο περιθώριο του κυρίαρχου τρόπου ζωής μικρές κοφτές (ου μην και κομμένες) ανάσες ελευθερίας και αξιοπρέπειας. Αποδεχόμαστε σιωπηρά αλλά συνειδητά πως δεν πρόκειται να βρούμε στη δουλειά μας (αν την έχουμε και αυτήν) την ανάπτυξη κι ολοκλήρωση της προσωπικότητάς μας και διαπραγματευόμαστε με στιλ ελληνικό, βαρουφακίσιο, έναν έντιμο συμβιβασμό για την τυπική μας συμμετοχή και το μικρότερο δυνατό ξόδεμα στο προκαθορισμένο ωράριο, που θα μας αφήνει τουλάχιστον αρκετό ελεύθερο χρόνο μες στη μέρα για να βρούμε τον εαυτό μας σε άλλες δευτερεύουσες δραστηριότητες. Που δεν είναι καθόλου ασήμαντες, λειτουργούν όμως συμπληρωματικά προς την εργασία, που αποτελεί τη βασική κοινωνική σχέση που καθορίζει τον άνθρωπο και στο σημερινό πλαίσιο καταλήγει συνήθως να αδειάζει αντί να γεμίζει τον εργαζόμενο, αφήνοντάς του ελάχιστα περιθώρια για να κάνει κάτι δημιουργικό –πόσο μάλλον κάποια «βαριά» πνευματική ασχολία- στο λιγοστό ελεύθερο χρόνο του.

Η παραπάνω ιδέα βασίζεται κατά μία έννοια στο περίφημο «απέξω» του βλαδίμηρου για την επαναστατική θεωρία και την εργατική τάξη –αν και υπάρχει η ερμηνεία ότι αυτό το απέξω δεν αναφέρεται απαραίτητα στο στρώμα των διανοούμενων που βρίσκονται εκτός εργατικής τάξης και μόνο αυτοί μπορούν να φιλοσοφούν και να ασχολούνται με θεωρητικά ζητήματα, αλλά σε αυτή καθαυτή τη θεωρητική σύλληψη που προκύπτει έξω από τον υποδουλωτικό, αποβλακωτικό χαρακτήρα της μισθωτής δουλείας και την παραγωγική διαδικασία σε αυτές τις συνθήκες. Αλλά για κάθε σωστή ιδέα, υπάρχει κι η υπερβολή της, που τη σπρώχνει έξω από τα όρια της ισχύος της.

Φτιάχνουμε λοιπόν μικρά προσωπικά –ή και συλλογικά- καταφύγια, περισσότερο για να ξεφύγουμε από την πραγματικότητα παρά για να την αλλάξουμε. Κι όσο βαυκαλιζόμαστε πως χτίζουμε εναλλακτικές ετεροτοπίες, τόσο τις ενσωματώνει και τις απορροφά με δύναμη ηλεκτρικής σκούπας το σύστημα. Ο καλός μύλος της αντίδρασης όλα τα αλέθει: εμπορικά, «εναλλακτικά» δίκτυα, εγχειρήματα αυτοδιαχείρισης, δεκάδες μικρά ρυάκια (καλλιτεχνικά στέκια, ομάδες, ομίλους, κολεκτίβες, κ.ά) που στερεύουν και ξεστρατίζουν όταν δε χύνονται στο Ποτάμι του αδόλφου χίπστερ και τις ανόητες εξαγγελίες πως θα αλλάξουν όλα (χωρίς να βουλιάξει η χώρα) ξεκινώντας από τα μικρά πράγματα που «κάνουν τη διαφορά», όπως το καφάσι στο δρόμο για το παρκάρισμα.

Ακόμα κι αν δεν έχει κανείς όμως αυταπάτες αλά μαρκούζε για τη γλυκιά ενσωμάτωση του περιθωρίου, που βαφτίζεται επαναστατικό υποκείμενο, υπάρχει ο κίνδυνος του βολέματος, μιας ιδιότυπης ανακωχής κι ενός άτυπου κοινωνικού συμβολαίου, που συμπυκνώνεται στη λογική της παραίτησης και του «κάντε ό,τι θέλετε, αλλά αφήστε μας τουλάχιστον ήσυχους». Στην πραγματική ζωή όμως –που τρυπώνει από τις χαραμάδες του τείχους μας και παίρνει πάντα την εκδίκησή της- δεν υπάρχει εκεχειρία, δεν μπορούν να σταθούν οι μεσοβέζικοι συμβιβασμοί κι η αναπόληση μιας χαμένης ισορροπίας του πρόσφατου παρελθόντος. Και όσο η απογοήτευση μεταφράζεται σε ιδιώτευση και αναχωρητισμό, τόσο επιτρέπουμε την πλήρη επικράτηση και την εισβολή των εμπορικών σχέσεων στην «ιδιωτική» μας σφαίρα.

Η σύγκρουση που έρχεται δε θα δοθεί σε δευτερεύοντα χαρακώματα του εποικοδομήματος (όσο κι αν έχουν αυτά τα τελευταία τη σημασία τους) ούτε σε εναλλακτικούς μικρόκοσμους του περιθωρίου, χωρίς καμία επαφή με τον πραγματικό κόσμο· αλλά στην κεντρική σκηνή και με όλους τους προβολείς πάνω μας. Η νίκη της επανάστασης θα έρθει μέρα μεσημέρι κι όχι σαν κλέφτης από το παράθυρο. Και όσο φυγομαχούμε και δεν προετοιμαζόμαστε για αυτήν, τόσο θα στενεύουν τα περάσματα.

Ξέρεις καλά πως πια δεν έχω περιθώρια
Ξέρω καλά πως θα σαλτάρω, αν δε σε δω

Hasta la Βικτώρια siempre

Σάββατο 21 Φεβρουαρίου 2015

Τι γυρεύει ο σύντροφος στο παζάρι;

Με αγώνες έχει γίνει η ασφάλιση, δεν είναι για παζάρια και για διάλυση. Κι αυτό ας το έχουμε καλά στο νου μας το επόμενο διάστημα, που θα βρεθεί στο επίκεντρο το ασφαλιστικό (να το ακούει κι ο σεχτάρ, που έχει υποσχεθεί καιρό τώρα να γράψει κάτι σχετικά).

Τα βιβλία όμως (που αφορούν κι αυτά έναν ιδιαίτερο κλάδο, με μονοπώλια, απλήρωτους υπαλλήλους και το σπάσιμο της ενιαίας τιμής) εννοείται πως προσφέρονται για παζάρια (χωρίς διάλυση, γιατί αυτό είναι κανιβαλισμός). Παζάρια παραδοσιακά κι ανατολίτικα, που δεν εξευρωπαΐζονται επιτηδευμένα σε μπαζάαρ, για να φαίνονται κυριλέ και σαλονάτα.



Τι γυρεύει όμως ο σύντροφος στο παζάρι (και δεν εννοώ το παζάρι των βρυξελλών, όπου δεν υπάρχει κανείς απολύτως σύντροφος, εταίρος ή σύμμαχος); Έλα ντε. Αυτό ωστόσο δεν είναι ένα συνηθισμένο παζάρι, αλλά το μόνο είδος αγοράς, όπου ο σφος μπορεί να βγάλει ανερυθρίαστα την καταναλωτική του μανία και να πάρει χωρίς τύψεις το καλάθι, για να το φορτώσει με ψώνια και πνευματικά εφόδια. Και επειδή σχεδόν κανείς σφος, όσο μαζικό στοιχείο κι αν είναι, δε νιώθει στο στοιχείο του με το εμπόριο και τις δοσοληψίες, τόσα δίνω πόσα θες, τα κομπρεμί και το παζάρεμα για το πόσα θα χάσουμε (αλλά θα λέμε ότι κερδίσαμε), για να επιδοθεί στη βασική, σχεδόν εθιμική και τελετουργική διαδικασία της διαπραγμάτευσης στο παζάρι, ο θεσμός έχει προνοήσει κι έχει ήδη από πριν φιξαρισμένες, χαμηλές τιμές, για κάθε βαλάντιο, από 50 λεπτά έως... 15 ευρώ για την επίτομη βιογραφία του στάλιν από το γάλλο μαρί και τις εκδόσεις οδυσσέας (πολλά στοιχεία, αλλά μούφα η πολιτική σκοπιά του).

Παρακάτω ακολουθεί μια ενδεικτική λίστα με προτάσεις κι «ενδιαφέροντα ευρήματα», που δε φιλοδοξεί προφανώς ούτε κατά προσέγγιση να αποτελέσει έναν εξαντλητικό κατάλογο. Κι η οποία είναι προσαρμοσμένη στο κοινό και τη θεματολογία του μπλοκ, οπότε παρακάμπτει αρκετές ενδιαφέρουσες προτάσεις: από κλασική ξένη λογοτεχνία (ζαχαρόπουλος) μέχρι τα λαογραφικά του φιλιππότη, που έχει επίσης το δίτομο έργο του γάτου με το χρονικό του πολυτεχνείου (στοιχεία, μαρτυρίες πρωταγωνιστών και άλλες ενδιαφέρουσες πληροφορίες).

Χωρίς άλλες εισαγωγικές σάλτσες λοιπόν, για να χωρέσουν όσο το δυνατόν πιο πολλά, έχουμε και λέμε: τα βιβλία του σκαμπαρδώνη απ’ τις εκδόσεις παρασκήνιο –προσοχή μην το μπερδέψετε με το προσκήνιο που έχει επίσης αξιόλογα βιβλία. Στην αντεπίθεση του μαρξισμού πχ ο συγγραφέας δίνει εξηγήσεις για τα «αριστερίστικα» πλην εξίσου αντιμαοϊκά κι αντιρεβιζιονιστικά συνάμα νιάτα του· για την (ούτε ιμπεριαλιστική, ούτε κι εξαρτημένη, αλλά) ενδιάμεση θέση της ελλάδας και τον χαρακτήρα της επικείμενης επανάστασης –και όλα αυτά σε ένα μόλις πυκνό υποκεφάλαιο.

Τα πολιτικά κείμενα του λδκορεάτη κιμ ιλ σουνγκ, για να ‘ρθετε επιτέλους σε επαφή με την περιβόητη φιλοσοφία του juche –όχι πως χάνετε τίποτα δηλ, αν δεν έχετε έρθει.
Διάφορες εκδόσεις των κλασικών, ένα βιβλίο της τζένης βεστφάλεν, το δικαίωμα στην τεμπελιά από το γαμπρό του μαρξ, λαφάργκ, αλλά και μια εκλαΐκευση του κεφαλαίου από τον κάουτσκι, τον καιρό που ήταν ακόμα μαρξιστής. Όπου γενικά με τον κάρολο (όχι τον μαρξ, τον άλλο) δύο τινά μπορεί να συμβαίνουν και να τον ακολουθούν ως χαρακτηρισμοί: ή που θα ‘ναι λακές και κουτεντές ή αλλιώς αναφερόμαστε στον καιρό που ήταν ακόμα μαρξιστής. Τρίτος καουτσκικός δρόμος δεν υπάρχει.

Πολλά βιβλία του μωραΐτη που τα ‘χει τετρακόσια κι ένα του φοίβου τσέκερη, που τα ‘χει και αυτός άλλα τόσα, από τις εκδόσεις εντός. Οι εκδόσεις ειρήνη με τις πολιτικές βιογραφίες της νίτσας λουλέ (κορυφαία καλτ στιγμή αυτή του λεωνίδα κύρκου), τους λόγους του γιαρουζέλσκι, το βιβλίο του τολούδη περί τασκένδης και της χρουτσοφικής επέμβασης, μελέτες του χατζηαργύρη κι άλλα πολλά, κατά κανόνα σπάνια κι αξιόλογα.

Την ιστορία του κομμουνιστικού-εργατικού κόμματος αλβανίας. Βιβλία του μάξιμου, του κορδάτου από τον μπουκουμάνη (για την ιστορία του αγροτικού ζητήματος και για την παλαιά διαθήκη), το πρώτο μισό από τον πρώτο τόμο της... τετραλογίας του βλαντά, που φτάνει ως το 1940 (δεύτερος και τρίτος πιάνουν αντίσταση και δεύτερο αντάρτικο του δσε, ενώ ο τέταρτος την περίοδο ως την χούντα). Ευρωκομμουνιστικές νότες από στοχαστή και θεμέλιο, πχ του μπενά για το ελληνικό 68’ και το κκε εσ., αλλά κι ένα του εκσυγχρονιστή συριζαίου κωνσταντίνου τσουκαλά. Το ασίγαστο πάθος του μακαρίτη πρέβε από τις εκδόσεις στάχυ –που προσωπικά μου άρεσαν πιο πολύ απ’ το «διάδοχό» τους κψμ. Κι οι οποίες είχαν πέρυσι ένα λογοτεχνικό πόνημα της βαλαβάνη, που δεν μπόρεσα να βρω φέτος, με μια πρόχειρη ματιά.

Οι εκδόσεις ασυνέχεια με το πρακτικά ανεξάντλητο στοκ κι ένα θεματικό εύρος που εκτείνεται: από μια συλλογή άρθρων της αναγέννησης της δεκαετίας του 60’, ως μια απάντηση της ασυνέχειας στην πολιτική και τα επιχειρήματα του πίσω μουλού. Κι απ’ τα άπαντα του χοτζέα σε μια έκδοση με τις μαρτυρίες κάποιων (δευτεροκλασάτων) πρωταγωνιστών της οχτωβριανής επανάστασης.

Η πομπηία του καζάκη με την αρθρογραφία του στο ποντίκι, τον καιρό που ήταν ακόμα άσημος (μαρξιστής είναι ζήτημα αν υπήρξε ποτέ). Ένα βιβλίο για το λένιν και την ψυχανάλυση –που είχε κερδίσει περισσότερο πάντως το ενδιαφέρον του τρότσκι. Μια συλλογή σκίτσων του κώστα γρηγοριάδη (σκιτσογράφου του εργατικού αγώνα) με πρόλογο της λιάνας κανέλλη, τον καιρό που ήταν ακόμα... στο ριζοσπάστη. Το open gap του ποταμίσιου πετρουλάκη με κάτι άθλια σκιτσάκια για τις απεργίες στα λιμάνια (ταυτότητα; εισιτήριο; άδεια από το παμε;). Τα ιστορικά βιβλία από τον εκδοτικό του σιδεράτου με τον «πολιτικό θεοδωράκη», τους «στοχασμούς» του φαράκου, και τις συνεντέξεις πέντε ανεθωρητών στο λευτέρη μαυροειδή, που έχουν μπόλικο ζουμί. Αστικό καλτ με βαρυσήμαντες υπογραφές: σημίτης, κεφαλογιάννης («προβλήματα δημοκρατίας»), βέλτσος, κατσανέβας, και ο επικός τίτλος «μια ζωή τσάτσος», από τον ομώνυμο συγγραφέα (τσάτσος).

Ένα δίτομο του ψυρούκη, το «πνεύμα του σοσιαλισμού» του γάλλου ζωρές, γκαροντί για το κινέζικο πρόβλημα (τον καιρό που δήλωνε μαρξιστής ή μήπως βουδιστής;), το φιλοσοφικό λεξικό (γιουτζίν-ρόζενταλ), τρεις τόμοι με τις κλασικές κινηματογραφικές κριτικές του μεγάλου ράφα, το ΤΙΝΑ (there is no alternative) is dead του πάνου τριγάζη, κι ένα βιβλίο για τον «καλό στάλιν», δηλ τον καλό πατερούλη που καλούνται να «δολοφονήσουν» κάτι σοβιετικοί καλλιτέχνες προκειμένουν να ξεδιπλώσουν το ταλέντο τους και την προσωπικότητά τους.

Και... και... και...

Και τέλος πάντων, αν (που σίγουρα θα) έχουμε ξεχάσει πολλά, αφήστε κάτι και για του χρόνου, μην τα πάρετε όλα από φέτος (εξάλλου κάθε χρόνο τα περισσότερα βιβλία επαναλαμβάνονται, οπότε πρέπει να προσέχετε μην τα πάρετε δυο και τρεις φορές). Και το 16’ η ελπίδα θα ‘χει έρθει πια για τα καλά και θα συζητάμε για καμιά συμφωνία-πρόγραμμα παράτασής της.

Παρασκευή 20 Φεβρουαρίου 2015

Σοβαρότης μηδέν

Ψάχναμε λοιπόν τις προάλλες σε μια παρέα δυνητικούς συμμάχους για το μέτωπο της... χμ.. δεν ξέρω δηλ αν θα το πούμε μέτωπο (ή συμμαχία) της (κοινής;) λογικής ή σοβαρότητας, πάντως θα χωρούσε όλους όσους δεν ξεμωράθηκαν, συμμετέχοντας στη βαρουφακιάδα των ημερών και τις υπόλοιπες μορφές φιλοκυβερνητικής υστερίας. Κι έφτασε διερευνητικά η κουβέντα στο βαρόμετρο του εξωκοινοβουλίου, τον πάλαι ποτέ αριστερισμό, την πάλαι ποτέ σοβαρή συνιστώσα και τα ασόβαρα προβεβλημένα στελέχη της, που άφησαν στους τροτσκιστές το ρόλο του συγκριτικά πιο συνεπούς τμήματος (αν κι όλοι έδωσαν τελικά το «παρών» στη φιλοκυβερνητική αναφορά στο σύνταγμα την περασμένη βδομάδα) και της σοβαρής ανταρσυα.

-Πώς το είπες αυτό; -Σοβαρή ανταρσυα, γιατί;
Και έξαφνα κάτι έλαμψε μέσα μας, φωτίζοντας συνειρμικά τη μορφή του μπάμπη παπαδημητρίου να κάνει λόγο για (και να ρίχνει τη σπορά, για να συγκροτηθεί μια) σοβαρή χρυσή αυγή, γιατί προφανώς ο φασισμός είναι πρόβλημα στελεχών και της ασόβαρης ηγεσίας και όχι των ασόβαρων συνταγματικών τόξων, που προτάσσει για την αντιμετώπισή του η αστική τάξη.
Υπάρχουν καλύτεροι φασίστες και τους θέλουμε..

Και να ‘τανε μόνο αυτοί; Υπάρχει καταρχάς ο σοβαρός σύριζα με τις υπεύθυνες, συστημικές θέσεις, μακριά από μονομερείς ενέργειες και λοιπές εξαλλοσύνες, που τον πριμοδοτούν συστηματικά τα αστικά μέσα.
Υπάρχει ο σβοαρός κι υπέυθυνος δικομματισμός, που τηρεί ευλαβικά τους κανόνες του αστικού παιχνιδιού, δε βάζει προσκόμματα σε δευτερεύοντα, λειτουργικά ζητήματα όπως η εκλογή του πτδ κι ακολουθεί την τακτική του ώριμου φρούτου, περιμένοντας υπομονετικά την κυβερνητική εναλλαγή, που είναι και η πεμπτουσία της αστικής μας δημοκρατίας.

Υπάρχει η γραβατωμένη σοβαροφάνεια των βρυξελλών και τα ασόβαρα κριτήρια που μετράνε για επαναστάτη, όσους σπάνε αυτόν τον ενδυματολογικό κώδικα. Καλή ώρα σαν το γιλεκάτο ψαριανό, που τώρα στο ποτάμι βρήκε κι άλλα άτομα του δικού του διαμετρήματος, για να συνθέσουν από κοινού το πιο σύντομο ανέκδοτο: το σοβαρό ποτάμι.



Κι υπάρχει το κκε, που λίγοι το παίρνουν στα σοβαρά ή μάλλον οι πιο πολλοί το αποφεύγουν, ακριβώς γιατί καταλαβαίνουν περί τίνος πρόκειται και συνεχίζουν να ψάχνουν κάτι πιο ανάλαφρο, με λιγότερες δεσμεύσεις κι υποχρεώσεις.

Κάποιος στην παρέα έλεγε ότι ο κόσμος έχει κάνει νοερά ένα δικό του καταμερισμό εργασίας και εμπιστεύεται τους κομμουνιστές για το δρόμο και το κίνημα, και την... ελπίδα που ήρθε για τις κάλπες και την κυβέρνηση. Και όπως το έθεσε για τη δική του εξωκοινοβουλευτική οργάνωση: οι άλλοι είναι πιο σοβαροί από εμάς και τους εμπιστεύεται, για να τους ανεθέσεις τις ελπίδες του. ενώ εμείς που είμαστε τελείως ασόβαροι, τον απομακρύνουμε γιατί καταλαβαίνει πως πρέπει να αναλάβει μερικά πράγματα να τα κάνει μόνος του.

Μήπως όμως μπερδεύουμε τα είδη της σοβαρότητας και το ταξικό τους πρόσημο; Πόση σοβαρότητα κρύβει κατά βάθος το οργανωτικό μπαχαλο του σύριζα, όπου μπορείς να μάθεις όλα τα μυστικά τους, όχι απλά γιατί είναι διάτρητος ο μηχανισμός τους, αλλά γιατί έρχονται και σου τα λένε από μόνοι τους; Ποια σοβαρότητα μπορεί να εμπνέουν τα στελέχη του... βαθέως σύριζα, του 4,5% και οι μεταγραφές από το βαθύ και όλον πασόκ; Εκτός κι αν ταυτίζουμε τη σοβαρότητα με την ικανότητα του επικοινωνιακού μοντέλου και της ομάδας μουρούτη της κουμουνδούρου στο τουίτερ και αλλού. Ή τη μετράμε με τα κριτήρια του μπάμπη, που είναι –λέει- μαζί με αυτήν την αριστερά (που προστατεύει την αγορά).

Η ανάθεση δεν προϋποθέτει καμία σοβαρότητα. Δεν παραπέμπει στην ευχέρεια του εργοδότη να επιλέξει τον καλύτερο και τον πιο άξιο, για να του φέρει σε πέρας τη δουλειά, αλλά σε έναν φοβισμένο (ή βολεμένο σε παλιότερες εποχές) λαό, που δε θέλει να αναλάβει την ευθύνη, για να κάνει μόνο του τη δουλειά. Η ανάθεση υφίσταται αφ’ εαυτής και όσο εύκολα δίνεται, τόσο πιο εύκολα παίρνεται πίσω και μετατίθεται σε κάποιον άλλο εκπρόσωπο του αστικού πολιτικού φάσματος, που θα φαντάζει λιγότερο φθαρμένος στη δοσμένη συγκυρία. Αυτό που απαιτεί τη μέγιστη σοβαρότητα στην πραγματικότητα είναι το σπάσιμο αυτού του αποστήματος, που αποτελεί συνειδητή απόφαση και προϋποθέτει απόλυτη εμπιστοσύνη στο οργανωμένο κίνημα, τηδύναμή του και την ικανότητά του να στηρίξει όσους αγωνιστές-εργαζόμενους σηκώνουν το βάρος κι εκτίθενται, μπαίνοντας στο στόχαστρο της εργοδοτικής αυθαιρεσίας.

Η σχέση με το οργανωμένο ταξικό κίνμα κι ειδικότερα με το κομμουνιστικό κίνημα δεν είναι μια απλή περιπετειούλα-συναλλαγή, χωρίς ιδιαίτερες δεσμεύσεις και υποχρεώσεις, όπου μπορείς να φύγεις και να ξανάρθεις ανά πάσα στιγμή, όπως πχ σε άλλους χώρους-γενόσημα· αλλά η πιο σοβαρή κι απαιτητική σχέση (μαζί με τις οικογενειακές κι ερωτικές) που μπορεί να έχει κανείς στη ζωή του και στην οποία θα δοθεί ολόψυχα και σε βάθος χρόνου. Πρώτη αγάπη και παντοτινή, όπως λέει κι ένα διαφημιστικό σύνθημα.
Κι είναι ζήτημα προς κατάκτηση απ’ όλους μας ότι αυτό το δόσιμο δεν αποτελεί ξόδεμα του εαυτού μας και των ζωών μας, γιατί σε αυτή τη σχέση –όπως βασικά και σε κάθε άλλη σχέση ίσως- παίρνεις όσα (κι ακριβώς επειδή) δίνεις.

Υγ: κι επειδή όπως σημειώσαμε και σε ένα πρόσφατο κείμενο, το χιούμορ πηγαίνει πακέτο διαλεκτικό με τη σοβαρότητα:



Ευχαριστώ το σφο τάκη υδράργυρο που το έστειλε, σε εμένα και σε άλλους red bloggers.

Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου 2015

Habemus ΠτΔ

Τον κούλογλου ασφαλώς τον γνωρίζετε. Θα προτιμούσατε ίσως να μην... αλλά δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Κι οι περισσότεροι μάλλον θα τον πρωτακούσατε (εκτός δηλ κι αν τον παρακολουθείτε φανατικά από τα χρόνια που έγραφε τον τρίτο δρόμο του πασοκ) με τα περιβόητα ντοκιμαντέρ για την ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος, όπου μίλησε –πλην λακεδαιμονίων- μέχρι κι ο γιος του χρουτσόφ, να μας πει τη βαρύνουσα άποψή του για το θέμα. Αυτό το σπουδαίο υλικό λοιπόν το συγκέντρωσε και το κατέγραψε ο στέλιος σε αυτή την έκδοση, που την προλόγισε ο ίδιος με ένα κείμενο που ξεκινούησε και τελείωνε με το ακατάληπτο μουγκρητό του κομμουνιστή πατέρα του, όταν του ζητήθηκε μια δήλωση μετανοίας-αποκήρυξης των ιδανικών του στο δικαστήριο. Κι αν ο πατέρας του είχε, λέει, τη στερνή γνώση του γιου του για την κατάληξη του υπαρκτού, και τον ρωτούσαν αν άξιζαν τελικά τον κόπο οι στερήσεις κι οι θυσίες, θα απαντούσε μάλλον κάτι αντίστοιχο, εξίσου σαφές και καταφατικό με εκείνο το μουρμουρητό ενώπιον του δικαστηρίου.

Βφκστφτ, που θα ‘λεγε κι ο οβελίξ μπροστά στη φράμπαλα. Ή μάλλον... «προ’πς παλοπ’ς», όπως θα πρόσθετε περήφανα ο παναγιώτης λαφαζάνης στη βουλή, με το κεφάλι ψηλά, όπως έλεγε και το χτεσινό πρωτοσέλιδο της αυγής για το ημίσκληρο τυράκι της σκληρής διαπραγμάτευσης.

Το 86’ βέβαια, που μόλις ξεκινούσε τη συγγραφική-πασοκική του καριέρα ο στέλιος –που σήμερα είναι ευρωβουλευτής του σύριζα με ποταμίσια ψυχή- ο τόπος είχε κεντρώο πρόεδρο-βυζαντινό αυτοκράτορα: ο σχολαστικισμός του σαρτζετάκη, τα παπατζιλίκια του ανδρέα, τα χρωματιστά ψηφοδέλτια, τα αντίποινα του καλπογιάννη, τα αντιδεξιά σύνδρομα, οι δικές μας αυταπάτες, το θυμικό του κυρίαρχου λαού, που έπρεπε να διεγερθεί για να καλυφθεί η ουσία... α, ωραία πράγματα, αυτές ήταν εποχές!

Ενώ τώρα ο αλέξης δεν κάνει ούτε καν αυτά τα δευτερεύοντα για τις εντυπώσεις. Πολλοστή απόδειξη του πόσο πίσω είναι από το πασόκ του 81’ –και του 85’ δηλ, αν όχι και από τις πιο πρόσφατες εκδοχές του. Γενικά το πασόκ είναι σαν τις εκδόσεις των windows κι η τελευταία ειδικά ήταν άκρως προβληματική σαν τα windows (σ)vista. Και μπορεί να εξαϋλώντεται, αλλά κατά βάθος είναι πάντα εκεί, σαν πέμπτη διάσταση του ελληνικού χωροχρόνου.

Το πιο ωραίο μάλιστα είναι πως τον πάκη τον ψήφισαν από κοινού συγκυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση, να συνηθίζουν από τώρα για το μεγάλο συνασπισμό, που θα κληθούν να συγκροτήσουν κάποτε και να πιστοποιηθεί με τη βούλα και σε συμβολικό επίπεδο η ενσωμάτωση του σύριζα κι η ομαλή του ένταξη στα πλαίσια ενός σοβαρού κι υπεύθυνου δικομματισμού, με πολιτικό savoir vivre και ιπποτικές παραχωρήσεις σε τέτοια δευτερεύοντα, λειτουργικά ζητήματα της αστικής μας δημοκρατίας.

Κι έτσι ψήφισαν όλοι. Δηλ σχεδόν όλοι. Γιατί ένας ηρωικός κι ανυπότακτος λαφαζάνης το ‘πε σχεδόν από μέσα του, για να μην πάρει μετά η ελληνοφρένεια το ηχητικό και του το χτυπάει για μια ζωή. Και γιατί ο μαρξιστής λαπαβίτσας εξήγησε γραπτά τις διαφωνίες του, εφαρμόζοντας ένα δικό του, ιδιότυπο δημοκρατικό συγκεντρωτισμό. Λέμε ό,τι θέλουμε, όπου θέλουμε, αλλά κάνουμε τελικά ό,τι θέλει η ηγεσία. Κι η γαϊτάνη δεν πήγε στο ραντεβού με την ιστορία και την εθνική συμφιλίωση, όπως δεν πήγε και ο (κούλης-κούλα μ’ ακούς; πολύ κωλόπαιδο ο...) κυριάκος, πήγε όμως η ντόρα.


 Κι όπως και να ‘χει το πράγμα, όσο δευτερεύον ή ανούσιο κι αν είναι το ζήτημα, έχει πάντα πλάκα να να βλέπεις το λαφαζάνη να ψηφίζει έναν δεξιό, που δεν τον στήριξε (ο) ένας μητσοτάκης.
Όπως επίσης έχει πλάκα να βλέπεις το σύριζα να εκλέγει μνημονιακό πτδ και να έχει ως τελευταία γραμμή άμυνάς του πως τουλάχιστον δεν είχε διατελέσει υπουργός την εποχή των μνημονίων, αθωώνοντας όμως έτσι την προηγούμενη περίοδο του καραμανλή –που μπορεί όντως με απλοϊκούς, σχηματικούς όρους να φαντάζει έως κι αριστερός, σε σχέση με όσα ακολούθησαν.
Όπως ακόμα-ακόμα έχει πλάκα να βλέπεις τους ψηφοφόρους του «αριστερού σύριζα» του 4% να μένουν πάκηδες με τις κυβερνητικές επιλογές, να πέφτουν από τα σύννεφα, να απογοητεύονται, αλλά τελικά να βρίσκουν τρόπο να τα βολεύουν μέσα τους και να δικαιολογούν τα πάντα.

Έχει εξάλλου ιδιαίτερο συμβολισμό αυτή η κίνηση-ακινησία με την επιλογή του πάκη, που έμεινε ακίνητος κι ασυγκίνητος, σαν μπάτσος μπροστά σε φασίστες, στην χυδαία, φασιστική επίθεση του κασιδιάρη σε δύο γυναίκες. Κι ενώ αρχικά πίστευα ότι το ιδανικό πρόσωπο για μια θέση πτδ-παρελασιάρχη, που δε σημαίνει και δεν κάνει απολύτως τίποτα, θα ήταν ο κατεξοχήν κύριος τίποτα (δηλ ο αβραμόπουλος με το κεπ, τα ρέι-μπαν και τα δημαρχιακά καγκελάκια), πείστηκα εν τέλει πως ο προηγούμενος συμβολισμός με το μολυβένιο-ακούνητο στρατιωτάκι είναι πιο δυνατός κι εύστοχος.

Ακίνητοι! Χέρια ψηλά, κι όλα τα φτάνω, όλα τα ψηφίζω, με το κεφάλι επίσης ψηλά, όπως στο πρωτοσέλιδο της αυγής. Σοσιαληστεία, όλοι ακίνητοι! Προσμένοντας ίσως κάποιο θάμα από την αθηνά, χωρίς να κουνάμε το δαχτυλάκι μας.
Η ακινησία είναι το παν, ο τελικός σκοπός δεν είναι τίποτα.

Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 2015

Polaroid

Αναδημοσίευση από Ατέχνως

Κάθε βράδυ μαζευόμαστε με τα οικεία μας πρόσωπα, για να μοιραστούμε τις μοναξιές μας και την ανία μας. Θρηνούμε μαζί το τέλος μιας άδειας κι αδιάφορης μέρας, που θα τη διαδεχτεί μια άλλη, πανομοιότυπη. Σκοτώνουμε την ώρα μας και ένα κομμάτι του εαυτού μας, μπροστά από οθόνες, ξοδεύοντας λίγη ζωή ακόμα. Κάθε λεπτό φαίνεται σαν ώρα, χωρίς να αφήνει πίσω του όμως μέρες γεμάτες, που θα μετράνε σα μήνας η καθεμιά στον τελικό απολογισμό. Κι αυτή είναι η μεγάλη αντίφαση, που επιβεβαιώνει εμπειρικά τη σχετικότητα του χρόνου, αλλά και της παρέας που τη νοηματοδοτεί.


Η συλλογικότητα είναι μορφή αναζήτησης, μια προσπάθεια να αποκτήσει νόημα η στιγμή που περνάει και χάνεται. Αυτό είναι το έντιμο συμπέρασμα στο οποίο φτάνει η πρωταγωνίστρια της ταινίας «Polaroid», καθώς προσπαθεί να ξετυλίξει το φιλμ της ζωής μας. Προηγουμένως στρέφεται με την κάμερά της στους συνανθρώπους της και μαγνητοσκοπεί τις αντιδράσεις τους στο απλό ερώτημα: τι είναι συλλογικότητα; Συναντά γιάπηδες, που την αποφεύγουν έντρομοι στο άκουσμα της απαγορευμένης λέξης. Βρίσκει δύο ιερόδουλες από την πρώην ΕΣΣΔ, που της απαγγέλλουν ένα ποίημα των σοβιετικών, παιδικών τους χρόνων και, μολονότι γελάνε ειρωνικά, δίνουν εν αγνοία τους την πιο εύστοχη απάντηση απ’ όλους. Το πιο ψαγμένο μέλος της παρέας ακυρώνει τελικά κάθε άλλη ανησυχία του και καταλήγει στο ότι συλλογικότητα είναι ο τελικός του Μουντιάλ (του 98’), το πάθος της στιγμής, η έκρηξη συναισθημάτων, η κορύφωση της αγωνίας, τα εκατομμύρια βλέμματα που στρέφονται πάνω στους παίκτες. Ενώ ο πιο ντροπαλός και συνεσταλμένος ανακαλύπτει τον εαυτό του στον εσωτερικό θεατρικό μονόλογο που του αναθέτουν και την καλλιτεχνική δημιουργία.

Η ταινία προβάλλει εν μέρει ως πρόδρομος ίσως του σύγχρονου χιπστερισμού, του ρηχού απολιτίκ εναλλακτισμού και της μεταμοντέρνας νοσταλγίας του παρελθόντος· αλλά όχι απαραίτητα στην πιο αντιπαθητική εκδοχή τους.
Ένας εκ των πρωταγωνιστών προσπαθεί μάταια να βραχυκυκλώσει το μιντιακό σύστημα με τη μέθοδο του Λούθερ Μπλίσετ και την πρόκληση ενός ψευδογεγονότος, βρίσκοντας τελικά μάλλον τα όρια του δικού του σχεδίου, παρά αυτά του συστήματος. Μια σκηνή σατιρίζει την ερμηνεία του Μητροπάνου, που τρέχει εναγώνια πίσω από τη μουσική του τραγουδιού, για να την προλάβει, προξενώντας αυθόρμητα τη συμπάθεια των ακροατών του. Άλλες σκηνές επικρίνουν τα «παλιά, σκουριασμένα μυαλά» (παλιατζή πάρτα όλα), σε αντίθεση πάντως με τα τραγούδια εκείνης της εποχής (Αυτά είναι τραγούδια. Γιατί; Αμφιβάλλετε;) και… τον Πασχάλη, που εμφανίζεται φευγαλέα σε ένα πλάνο.

Κατά μία έννοια, το Polaroid θυμίζει συνειρμικά το άλμπουμ «Αδιέξοδα» του Αρκά και τις αποτυχημένες απόπειρες του Κόκορα να δώσει λύση στα υπαρξιακά του προβλήματα. Και εν κατακλείδι, μπορεί να μη δίνει διέξοδο και να μην προσεγγίζει εκείνες τις μορφές συλλογικότητας που γεμίζουν τον (πολιτικό) χρόνο, δίνοντας κάποιο νόημα στη ζωή μας, αλλά καταφέρνει τουλάχιστον να μην κλέβει άσκοπα το δικό μας, αποτελώντας μια καλή επιλογή για το θεατή και την παρέα που δεν ψάχνουν απλώς να σκοτώσουν την ώρα τους.


Κι ως υστερόγραφο ένα χτεσινό σχόλιο από την ίδια ιστοσελίδα

Δυνατά-δυνατά...

...γίνανε όλα δυνατά τα αδύνατα

Αρχικά κληθήκαμε να δώσουμε αυτοδυναμία στο νυν (συγ)κυβερνών κόμμα, για να εφαρμόσει το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης.
Κι ύστερα να βγούμε στους δρόμους να στηρίξουμε την κυβέρνηση και να πανηγυρίσουμε για το 70% του μη τοξικού μνημονίου και τα ισοδύναμα μέτρα που θα αντικαταστήσουν το υπόλοιπο μέρος.

Όλα παίζουν, αρκεί να περιοριστούμε στη σφαίρα του δυνατού-εφικτού, θεωρώντας ουτοπικό-αδύνατο οτιδήποτε ξεφεύγει από το κυρίαρχο πλαίσιο, αρκεί να μην πιστέψουμε στη δύναμή μας, παίρνοντας την κατάσταση στα χέρια μας.
Είναι όμως δυνατό να περιμένει κανείς διαφορετικό αποτέλεσμα, όσο συνεχίζουμε στον ίδιο ευρωμονόδρομο; Ας είμαστε ρεαλιστές, επιδιώκοντας το αδύνατο, όπως έλεγε κι ο Τσε. Τότε μόνο θα γίνουμε πραγματικά δυνατοί και θα βρούμε τον αδύναμο κρίκο της αλυσίδας.

Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2015

Δε στα εξηγώ καλά, δε σου τα λέω ωραία;

Το θέμα της σημερινής ανάρτησης έχει να κάνει κατά μία έννοια με την εκλαΐκευση. Που το είχε πιάσει πολύ καλά ο χάρρυ κλυνν, προτού χάσει τη σοβαρότητα και το χιούμορ του (γιατί αυτά τα δύο πάνε συνήθως μαζί, σα διαλεκτική ενότητα), στην περίφημη σκηνή με τον τραμπάκουλα, τον κομματικό ινστρούκτορα (τζούμας) και το μικρό κατεβατό που βοηθούσε τις ευρείες μάζες να τα πιάσουν όλα στουπόγαλο και κοσμεί εδώ και χρόνια την αριστερή στήλη του μπλοκ. Και ο μη αστικός μύθος λέει ότι κάποτε μια μικρή σφισσα, πλέρια ανυποψίαστη για την ταινία και την πάλη των τάξεων που παραμένει ιστορικά αδικαίωτη, βρέθκε αντιμέτωπη με το παραπάνω τσιτάτο κι επειδή (ήξερε πως) δεν υπάρχει κάστρο άπαρτο για τους μπολσεβίκους, πήγε να το σχολιάσει στα σοβαρά, κουτσά-στραβά με όσα εφόδια είχε, κερδίζοντας την χλεύη του συνομιλητή της και μία θέση στο προλεκάλτ πάνθεον, ως τίμια προλετάρια.

Αντίστοιχη είναι κι η μεταγενέστερη σατιρική προσέγγιση του ζαραλίκου πχ για τον ευρωμονόδρομο της λυκοσυμμαχίας κι άλλες τέτοιες φρασούλες-σιδηρόδρομος, δυο λέξεις-οκτώ νοήματα, κατά το «πέντε κόμματα-δύο πολιτικές», που διαλύουν το μυαλό του μέσου ακροατή, ιδίως αν έχει πιει δυο μπύρες και χαλαρώνει. Εξάλλου εδώ δεν μπορεί να συλλάβει πολύ πιο απλά πράγματα, όπως το δούλεμα το 70-30% για το ατοξικό μνημόνιο (που θα μας οδηγήσει στην ατοξική κοινωνία). Πού να μπλέκει τώρα με τέτοιες έννοιες. Λοβοτομή...

Το πρόβλημα της εκλαΐκευσης είναι πάντως πιο σύνθετο κι αφορά, κατά τη γνώμη μου, εξίσου πομπό και δέκτη. Αφενός γιατί η μορφή συμβαδίζει το περιεχόμενο κι όταν κάποιος καταφεύγει συχνά και από σύστημα στην ασφάλεια των ξερών κλισέ και των κούφιων φράσεων, αυτό δεν είναι άσχετο από το βαθμό αφομοίωσης των όσων λέει και το γενικότερο στιλ δουλειάς του (κουτάκια, κτλ). Αφετέρου γιατί το θέμα δεν είναι μόνο να τα πούμε καλά κι ωραία στον άλλο για να του αρέσουν, αλλά να ελέγξουμε μετά πόσα κατάλαβε και τι του έχει μείνει. Εδώ όμως θα μας απασχολήσει μια πολύ συγκεκριμένη, ειδική πτυχή του ζητήματος, από την οποία πήραμε μια πρόγευση και πιο πάνω, με την υπογραμμισμένη λέξη: πλέρια.

Μια χτυπητή περίπτωση φορμαλισμού είναι η εμμονή στους τύπους και τα λεκτικά δάνεια από την παλιά, λαϊκή ορολογία (που σήμερα είναι ως επί το πλείστον αδόκιμη και σε αχρησία) χωρίς πάντως να υιοθετεί αυτομάτως και το γνήσια λαϊκό ύφος των αναλύσεων και των αγκιτατόρων της εποχής. Κι όσο ωραίο ή ταιριαστό μπορεί να είναι να διαβάζεις στα κατάλληλα συμφραζόμενα για «θυελλώδικα χειροκροτήματα» στο σύντροφο με το μουστάκι πχ, άλλο τόσο προλεκάλτ (και στα όρια του γραφικού) μοιάζει να ακούς ένα σύγχρονο νέο να μιλάει πχ για τη δουλειά της οργάνωσης στα σχολειά (ο τόνος στο άλφα) και την πλέρια συμφωνία των μαθητών με τις θέσεις μας, τα συνθήματά μας, κτλ. Και αν δεν είναι προφορικός αλλά γραπτός λόγος, προκύπτει ζήτημα και με την ορθογραφία της δουλειάς, που στον κομματικό τύπο συναντάται συνήθως με «ι», πιθανότατα για να ξεχωρίζει (από κάθε άποψη) από τη (μισθωτή) δουλεία και τα ομιλούντα εργαλεία, όπως χαρακτήριζε ο αριστοτέλης τους δούλους της εποχής του.

Για να το θέσουμε διαφορετικά, με ένα επίκαιρο παράδειγμα. Αν ο γιάννης κορδάτος γράφει το όνομά του με ένα νι, το κάνει στα πλαίσια ενός μαχόμενου δημοτικισμού, που προσπαθούσε να απλοποιήσει τη γλώσσα και τη γραφή της, για να γίνει προσιτή στο λαό που τη μιλάει (κι επικράτησε τελικά, αλλά όχι πλέρια). Όταν όμως το κάνει ο βαρουφάκης, είναι κατά βάση ένα ψώνιο με υπερτροφικό εγώ, που θέλει να ξεχωρίζει. Μετά από το θεό (αν υπάρχει) ο γιάνης, άντε και ο σόιμπλε –που μόνο αυτός σε όλη την ευρωζώνη στέκει στο δικό του επίπεδο.

Παρακάτω λοιπόν καταγράφονται κάποιες χαρακτηριστικές περιπτώσεις, που απέχουν πολύ από το να αποτελούν έναν εξαντλητικό κατάλογο, αλλά μπορούν να εμπλουτιστούν και με προτάσεις της βάσης του μπλοκ και των σφων αναγνωστών.

Μετά από τη δουλειά (που κάνει τους άντρες) (και τους κομμουνιστές, όταν γράφεται με γιώτα), το πιο συνηθισμένο λαϊκό δάνειο είναι το «χτ» που αντικαθιστά το «λόγιο» «κτ». Και έχει επικρατήσει –κι ευτυχώς- σε λέξεις όπως το «χτύπημα», ο «παίχτης» και το «χτενίζω», χρησιμοποιείται κατά το δοκούν σε λέξεις όπως το «οχτώ» και η «αχτίδα», προτιμάται στο «χτίζω» αλλά όχι για τα «κτίρια» (που εμένα πάντως δε μου πάει το χέρι να τα γράψω με «ήτα»), ενώ έχει μείνει για ιστορικούς λόγους στο ρώσικο οχτώβρη αλλά και τα φύλλα του ριζοσπάστη εκείνου του μήνα. Φαίνεται υπερβολικό όμως σε πολλούς σφους, της δικής μου γενιάς τουλάχιστον, να διαβάζουν κείμενα με... «καταχτήσεις», «εχτιμήσεις», «εχτελέσεις», κοκ. Φαντάσου κιόλας σφε αναγνώστη, να έμπαινε καθ’ υπερβολήν παντού και πάντα: στα εχτρώματα, την αχτινογραφία, την αχτή, τα εχτάρια, την εχτόνωση και την εχτύπωση, το έχταχτο συνέδριο, κ.ά. τέτοια που είναι εχτός των αντοχών ενός σύγχρονου αυτιού.

{Σημειώνω παρενθετικά πως στα πλαίσια του δεξιού καλτ και της σάτιρας (λέμε τώρα) της αλλαγής –με τη βλαχοπούλου πχ να κάνει τη «σιδηρά κυρία» και να καταγγέλλει τα κακώς κείμενα- υπάρχει και το βιντεοσκουπίδι με τίτλο «πρασινοφρουρός», όπου οι υπάλληλοι ενός υπουργείου προετοιμάζονται για την υποδοχή του νέου πράσινου επικεφαλής του, προσέχοντας ακόμα και τις λέξεις που χρησιμοποιούν, για να μην τους προδώσει η καθαρεύουσα:
-Δε θα λες «σαφώς». Σαφά, σαφά, έτσι είναι τώρα το σωστό.}

Υπάρχουν επίσης φράσεις όπως το «νύχι-κρέας», που είναι σήμα κατατεθέν, και ας κάνει πολύ κόσμο να ανατριχιάζει, για τα «ποδάρια» που αποκτά η οργάνωση στους χώρουςλ δουλ(ε)ιάς, τις εξορμήσεις στα σχολειά και τους καφενέδες. Ενώ δε θα ξεχάσω ποτέ μια σφισσα του κομάντο, που δεν είχε όμως άμεση σχέση με τον χώρο, και του ζητούσε με νάζι (αχ!) να της πει πάλι για το προτσές, κάνοντας για πλάκα πως ανάβει..

Ίσως όμως η κορυφή του προλεκάλτ παγόβουνου να είναι οι κινήσεις που αντικειμενικά (κι ανεξάρτητα από τη θέλησή τους) ρίχνουν νερό στο μύλο της αντίδρασης, που έχει όμως πολλά ποδάρια κι έτσι μπορεί κανείς απλά να δίνει αέρα στα πανιά της, να αλείφει βούτυρο στο ψωμί της και να βάζει μπούκοβο στον κεφτέ της –όπως έγραφε σε ένα παλιό του αφιέρωμα το λαϊκό στρώμα, τον καιρό που δε βαριότανε.

Έχουν γίνει μάλιστα σε τέτοιο βαθμό κτήμα μας αυτές οι φράσεις, που μπορεί να τις βρει κανείς και σε τίτλους κομματιών του ριζοσπάστη, όπως αυτό από το φλεβάρη του 10’          :


Κι υπάρχει, λέει η ρένα, και μια παρόμοια, καλτ αναφορά με μύξες, που την έκανε να σταματήσει να τρώει το πρωινό που ‘χε μπροστά της. Αλλά δε τη θυμόταν πολύ καλά, γι’ αυτό είπα να της δώσω λίγο χρόνο να το σκεφτεί και να το περάσει στα σχόλια, αν της ξανάρθει.